10+4 σημεία για Συλλογική Σύμβαση Εργασίας στην Έρευνα & Τριτοβάθμια Εκπαίδευση

Μετά από σχεδόν δύο χρόνια ύπαρξης αλλά και δράσης του σωματείου μας, θεωρούμε ότι έχει έρθει πλέον ο καιρός να μιλήσουμε πολύ πιο συγκεκριμένα για έναν από τους βασικότερους στόχους της δημιουργίας του, που δεν είναι άλλος από την πάλη για υπογραφή κλαδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (εξής ΣΣΕ) στον κλάδο της έρευνας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Με αυτό το κείμενο σαν LABour – Αγωνιστική Παρέμβαση στην Έρευνα, επιθυμούμε να εκκινήσει η συζήτηση στο σωματείο μας και να οριστεί μια κατεύθυνση πάλης για την υπογραφή ΣΣΕ στον κλάδο. Το κείμενο κάνει μια πρώτη προσπάθεια περιγραφής κάποιον βασικών αξόνων γύρω από τους οποίους θεωρούμε ότι πρέπει να εστιάσει η συζήτηση στο σωματείο και να εμπλουτιστεί με πανελλαδικό τρόπο μέσω των Γενικών Συνελεύσεων των επιμέρους παραρτημάτων.

Το πλαίσιο σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας

Η δυνατότητα σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας (εθνικές, κλαδικές ομοιοεπαγγελματικές κ.α), με ουσιαστική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, έχει δεχθεί σοβαρό πλήγμα στη Ελλάδα από την έναρξη της οικονομικής κρίσης του 2008 με την επιβολή των μνημονίων και έπειτα. Για τις δεκαετίες του ’90 και του ’00 κύριος “οδηγός” για την υπογραφή των ΣΣΕ αποτελούσε η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ). Η ΕΓΣΣΕ υπογράφονταν από την ΓΣΕΕ και τις εργοδοτικές οργανώσεις και καθόριζε τους ελάχιστους όρους εργασίας, μισθών και ημερομισθίων στον ιδιωτικό τομέα, ενώ περιελάμβανε και θεσμικές (μη μισθολογικές) ρυθμίσεις, οι οποίες εφαρμόζονται υποχρεωτικά σε όλες τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου των εργαζομένων κάθε ειδικότητας και κατηγορίας.

Στο πλαίσιο αυτό, σε διάφορους κλάδους και χώρους εργασίας υπήρχε η δυνατότητα σύναψης κλαδικών ή επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας οι οποίες στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είχαν μεγαλύτερες βελτιώσεις για τους εργαζομένους (μισθολογικές και μη) σε σχέση με την ΕΓΣΣΕ. Σημαντικό ρόλο στην υποχρεωτική εφαρμογή των ΣΣΕ έπαιζε ο ρόλος της «διαιτησίας», μέσω του Οργανισμού Μεσολάβησης Διαιτησίας (ΟΜΕΔ).

Από την έναρξη των μνημονίων και έπειτα η ανάγκη του ελληνικού καπιταλισμού να επιβάλλει αναδιαρθρώσεις με στόχο την ανάκαμψη της κερδοφορίας του, έφερε μια σειρά από νόμους και υπουργικές αποφάσεις που περιόρισαν δραματικά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων. Αναφέρουμε κομβικά τις πιο σημαντικές:

  •       Με τον νόμο 4024/2011 (1ο μνημόνιο, ΠΑΣΟΚ) ανεστάλη η ισχύς των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων επ’ αόριστον. Με τον νόμο 4046/2012 (2ο μνημονιο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), μειώθηκε σημαντικά ο τότε κατώτατος μισθός (22%) και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ο υποκατώτατος μισθός για όσους είναι κάτω από 25 ετών. Επιπρόσθετα μειώθηκε η δυνατότητα μετενέργειας μιας ΣΣΕ από 6 σε 3 μήνες, ενώ πάγωσαν οι αυξήσεις λόγω τριετιών. Με αυτό το νόμο οι εργοδοτικές οργανώσεις πλέον δεν είναι υποχρεωμένες να τηρούν ούτε το μισθολογικό κομμάτι της ΕΓΣΣΕ.
  •       Με τον νόμο 4092/2012 καταργείται η ΕΓΣΣΕ και ο κατώτερος μισθός καθορίζεται με υπουργική απόφαση. Καταργείται και η καθολικότητα των ΣΣΕ ως προς τους μισθολογικούς όρους και ισχύει μόνο για τα μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που την προσυπογράφουν.
  •       Με τον νόμο 4172/2013 (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, νόμος Βρούτση) ο κατώτατος μισθός που ορίζει πλέον ο εκάστοτε υπουργός εργασίας, διαμορφώνεται με γνώμονα την «ανταγωνιστικότητα» των επιχειρήσεων και την κατάσταση της «εθνικής οικονομίας».
  •       Ο νόμος Βρούτση ενεργοποιείται ξανά από το ΣΥΡΙΖΑ μέσω του νόμου 4172/2013, ο οποίος στην πράξη διατηρεί όλο το αντεργατικό μνημονιακό πλαίσιο.
  •       Φτάνοντας στο 2019 η κυβέρνηση της ΝΔ φέρνει τον νόμο 4635/2019 («Επενδύω στην Ελλάδα»), προκειμένου  να εγκριθεί η επέκταση μιας κλαδικής ΣΣΕ ζητείται από την πλευρά των σωματείων να τεκμηριώσουν ότι η ΣΣΕ δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα και τη λειτουργία του ανταγωνισμού!
  •   Δεν ξεχνάμε επιπλέον πως ο νόμος Χατζηδάκη χτυπά κάθε ελεύθερη συλλογική διαπραγμάτευση δίνοντας την νομοθετική δυνατότητα στους εργοδότες με το άρθρο «για διευθέτηση του χρόνου εργασίας» μέσω ατομικών συμβάσεων.

Αποτελέσματα: Κατακόρυφη πτώση – σε ποσοστό άνω του 75 % – των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του ποσοστού της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας στην Ελλάδα σε σχέση με το 2000 (ΙΝΕ – ΓΣΕΕ). Στη χώρα μας υπάρχει το μικρότερο ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (14%) από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΣΕΕ, 2023). Ταυτόχρονα, στον δημόσιο τομέα δεν υπογράφονται κλαδικές συμβάσεις εργασίας, ενώ οι μισθολογικές απολαβές καθορίζονται από το ενιαίο μισθολόγιο. Στην πράξη αυτό έχει οδηγήσει σε καθήλωση των εργατικών μισθών στο δημόσιο για χρόνια. Οι αυξήσεις που έδωσε η κυβέρνηση στο ενιαίο μισθολόγιο μέσα στο καλοκαίρι ήταν ελάχιστες, ενώ από τις αρχές του 2024 επίκειται να δώσει επιπλέον αύξηση κατά 70 ευρώ. Συνολικά αυτές οι αυξήσεις αποτελούν κοροϊδία σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων.

Προφανώς αυτές οι αναδιαρθρώσεις είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της κερδοφορίας σε κρίσιμους κλάδους όπως η ενέργεια, το εμπόριο, ο τουρισμός, η μεταποίηση κ.α. Το 2022, 152 εισηγμένες εταιρείες στο χρηματιστήριο, είχαν στο πρώτο εξάμηνο καθαρά κέρδη 5,4 δις ευρώ (!), τη στιγμή που το 2021 η κερδοφορία τους ήταν 2,5 δις.

Στην έρευνα παρατηρείται ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων ως αποτέλεσμα των μνημονιακών αναδιαρθρώσεων άμεσα συνυφασμένη με την πορεία της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας. Ένα σημαντικό μέρος του ερευνητικού δυναμικού (είτε ιδιωτικού είτε δημόσιου, είτε πανεπιστημιακού) αναλώνεται στο κυνήγι πακέτων χρηματοδότησης, με τα οποία θα πραγματοποιηθεί μία έρευνα, με το “περίσσευμα” να κατανέμεται προς άλλες ανάγκες του εργαστηρίου, εάν αυτό είναι εφικτό. Μία τέτοια πορεία αποτελεί και παράγοντα μίας προσπάθειας μεγιστοποίησης της σχετικής και απόλυτης υπεραξίας που αποσπάται από την ερευνήτρια και τον ερευνητή πέραν των φυσικών τους ορίων.

Επιπλέον πρέπει να λάβουμε υπόψη πως τα κύματα ακρίβειας και πληθωρισμού αναθεωρούν συνεχώς την αξία του εργατικού μισθού προς τα κάτω, με πραγματικές μειώσεις μισθών που ξεπερνούν και αυτές της περιόδου των μνημονίων. Σε ένα τοπίο διαιώνισης των επισφαλών σχέσεων εργασίας η σύναψη συλλογικής σύμβασης στον κλάδο μπορεί να διασφαλίσει την παραμονή μας στον κλάδο αξιοπρεπώς για να μπορέσουμε να αναμετρηθούμε με τις στρατηγικές αναδιαρθρώσεις στην έρευνα και στην διδασκαλία.

ΣΣΕ: ο μόνος τρόπος ουσιαστικής βελτίωσης της θέσης των εργαζομένων στην έρευνα

Στον κλάδο της έρευνας και διδασκαλίας αποτυπώνονται ήδη οι πιο αντεργατικές πτυχές την εργατικής νομοθεσίας. Πέραν της απουσίας αναγνώρισης της εργασιακής ιδιότητας ειδικά στους Υ.Δ, ο κλάδος μας αποτελεί και πεδίο εφαρμογής ποικίλων σχέσεων εργασίας που εντείνουν την επισφάλεια και κατακερματίζουν τα εργασιακά δικαιώματα των ερευνητών/τριων, θέτοντας επιπλέον εμπόδια στην ενιαία διεκδίκηση βελτίωσης των σχέσεων εργασίας. Όπως αποκαλύπτεται από την χαρτογράφηση του κλάδου που πραγματοποιήθηκε από το σωματείο μας, το μη καθηγητικό προσωπικό στην Ελλάδα φαίνεται να εργάζεται με τις εξής σχέσεις:

  •       17.9% υποτροφία με συγκεκριμένα παραδοτέα
  •       10.9% υποτροφία χωρίς συγκεκριμένα παραδοτέα
  •       21.5% συμβάσεις έργου (“μπλοκάκι”)
  •       11.4% τίτλο κτήσης
  •       14.9% σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου
  •       0.8% σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου
  •       19.2% χωρίς σύμβαση – αμισθί
  •       3.4% χωρίς σύμβαση – “μαύρα” χρήματα

Ορισμένα αποτελέσματα από την χαρτογράφηση του κλάδου της έρευνας συνηγορούν ακόμα περισσότερο στην ανάγκη διεκδίκησης ΣΣΕ. Αναφέρουμε μερικά:

Μισθός: Το 75.7% αδυνατεί να καλύψει πλήρως τις οικονομικές ανάγκες του βάση των απολαβών του από την έρευνα. Το 45.8% έχει παράσχει αμισθί εργασία εντός του κλάδου.

Ωράριο: Το 30.2% του προσωπικού με ωράριο κάνει τακτικά υπερωρίες που δεν καταγράφονται, ενώ το 49.1% εργάζεται παράλληλα εκτός Έρευνας.

Ασφάλιση: Το 81.3% των “μπλοκακίων” πληροί κριτήρια εξαρτημένης εργασίας, ενώ μόνον το 20% των υποτρόφων ασφαλίζεται μέσω του κλάδου της έρευνας.

Εργοδοτική αυθαιρεσία και εκφοβισμός (“mobbing”): Το 68.2% των γυναικών και 34.4% των ανδρών έχουν αντιμετωπίσει κακοποιητικές συμπεριφορές εντός εργαστηρίου/ερευνητικής ομάδας.

Επισφάλεια: Το 49.2% των ανδρών και 40.9% των γυναικών εργάστηκαν με τέσσερις ή περισσότερες διαδοχικές συμβάσεις για τα ίδια καθήκοντα. 

10 + 4 σημεία διεκδίκησης Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας στην Έρευνα

  1. Βασική αφετηρία που συνδέεται με την ανάγκη σύναψης ΣΣΕ είναι η κατάργηση των υποτροφιών και αντικατάσταση τους από συμβάσεις εργασίας.
  2. Καθορισμός του κατώτατου βασικού μισθού και του κατώτατου μισθολογικού κλιμακίου με βάση τις πραγματικές σημερινές ανάγκες και σε συνδυασμό με την κερδοφορία. Ο καθορισμός του κατώτατου μισθού θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη: α) τις σημερινές συνθήκες κόστους ζωής και τον πληθωρισμό, β) τη σχέση των διεκδικήσεων μας με το ενιαίο μισθολόγιο του δημοσίου γ) την φύση του επαγγέλματος καθώς και το ποιους ωφελεί το αποτέλεσμα της δουλειάς μας. Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι ο κατώτατος μισθός για έναν νέο ερευνητή/τρια χωρίς προϋπηρεσία (ΠΕ) θα πρέπει να εκκινεί από τα 1500€, με πρόβλεψη αυξήσεων ανά τριετία εργασιακής εμπειρίας. Διεκδικούμε η αύξηση του μισθού να αποτυπώνεται κυρίως στον βασικό μισθό και όχι με πληθώρα επιδόματων που θα παίρνει ο κάθε ερευνητής/τρια και διδάσκοντας-ουσα, για να μην δημιουργούνται έτσι πολλές διαφορετικές ταχύτητες εργαζομένων.
  3. Στην ΣΣΕ θα περιγράφονται τα επιδόματα που προστίθενται στο βασικό μισθό είτε αφορούν γενικές περιπτώσεις (επίδομα γάμου, μητρότητας, κάτοχος μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου σπουδών) είτε κλαδικές (επίδομα βιβλιοθήκης, επικουρικού έργου, διδασκαλίας, δουλειάς πεδίου κ.ο.κ)
  4. Η ΣΣΕ θα προβλέπει πλήρη ασφάλιση (χρόνια για σύνταξη) και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλες τις περιπτώσεις εργαζομένων τα οποία θα καλύπτονται εξ’ ολοκλήρου από το κράτος ή τους διάφορους ερευνητικούς φορείς.
  5. Η ΣΣΕ θα προβλέπει εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας για όλους τους εργαζομένους. Κόντρα στην παθητική αποδοχή του δόγματος «η έρευνα δεν έχει ωράριο» που διαιωνίζει την εδραιωμένη εκμετάλλευση των εργαζομένων στον κλάδο και με επίγνωση πως ο ελεύθερος χρόνος είναι μέτρο του πλούτου και δικαίωμα του εργαζομένου, θεωρούμε ότι ουσιαστική διεκδίκηση για εμάς θα έπρεπε να είναι η εργασία μας να μην υπερβαίνει τις 26 ώρες την εβδομάδα, όπως προβλέπεται για το ειδικό επιστημονικό τεχνικό προσωπικό των ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων (άρθρο 61, ν. 5019/2023). Μετά το πέρας του ωραρίου ο εργαζόμενος διατηρεί το δικαίωμα να αποχωρεί από τον χώρο εργασίας και οτιδήποτε παραπάνω αποτελεί υπερωρία.
  6. Προσθήκη άρθρου για υπερίσχυση της ΣΣΕ έναντι της αντεργατικής νομοθεσίας που έχει απονομιμοποιήσει την ισχύ των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και επιβάλλει τα συμφέροντα των εργοδοτών.
  7. Ακύρωση της επισφάλειας των θεσμικών παροχών (επιδόματα) με άρθρο στην ΣΣΕ .
  8. Αναγνώριση του συνόλου προϋπηρεσίας, στρατιωτικής θητείας και σπουδών (με βάση το πρόγραμμα σχολής) σε όλους τους εργασιακούς κλάδους κατά την πρόσληψη.
  9. Αναπροσαρμογή του μισθολογίου με βάση πληθωρισμό και τιμάριθμο με την συμμετοχή και συμφωνία των εργαζομένων ανά εξάμηνο.
  10. Προσθήκη άρθρου κατά των ομαδικών απολύσεων και του διευθυντικού δικαιώματος, όπως και επίσης κατά των ατομικών συμβάσεων εργασίας.
  11. Προσθήκη άρθρου για την εξασφάλιση του 13ου και 14ου μισθού.
  12. Ανάληψη κόστους κάθε υγειονομικού μέσου για κάθε υγειονομικό συμβάν από την εργοδοσία. Καθιέρωση μέρας άδειας για προληπτικό έλεγχο των εργαζομένων σε τακτική βάση, σε σύμβαση με δημόσια νοσοκομεία.
  13. Ειδική μέριμνα για τις εργαζόμενες μητέρες. Άδεια μητρότητας/πατρότητας μετ’ αποδοχών. Επίδομα γάμου/συμβίωσης και παιδιών, το οποίο να ακολουθεί τον εργαζόμενο σε όλο τον εργασιακό και συνταξιοδοτικό βίο και να χορηγείται και στους δύο γονείς.
  14. Η ΣΣΕ κατοχυρώνει όλα τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και τις ελευθερίες του εκάστοτε εργαζόμενου/ης προκειμένου να δίνεται η δυνατότητα τη συνεχόμενης διεκδίκησης αλλά και συμμετοχής με ενεργό τρόπο στις δράσεις του σωματείου, το δικαίωμα  στην απεργία κλπ.