Είναι τέλη της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα και υποψήφιοι διδάκτορες στις ΗΠΑ συζητούν για τη σύσταση σωματείου. Η αναγνώριση των εργαζομένων στην έρευνα ως εργαζομένων πρώτα και κύρια και η κατοχύρωση βασικών εργατικών δικαιωμάτων αγγίζει τη συζήτηση σε διεθνές επίπεδο. Ως LABour την παρακολουθούμε με ενδιαφέρον και προσπαθούμε να συμβάλλουμε. Αναδημοσιεύουμε μεταφρασμένο το παρακάτω κείμενο, χωρίς να ενστερνιζόμαστε απαραίτητα το σύνολο του περιεχομένου του.
Μετάφραση από το sciencemag Παντελής Βλάχας
Επιμέλεια Ολύβια Τζιουβάρα
Χρόνια πριν, η ακαδημαϊκή κοινότητα χαριτολογώντας συνήθιζε να αποκαλεί το διδακτορικό “κάρτα σωματείου” επειδή προσέφερε άμεση είσοδο στην κλειστή συντεχνία των καθηγητών. Πλέον τέτοια επαινετικά καλαμπούρια σπανίζουν. Εδώ και δεκαετίες, το διδακτορικό σταμάτησε να αποτελεί εγγύηση θέσης καθηγητή.
Όμως αυτές τις μέρες, πολλοί διδακτορικοί φοιτητές που δουλεύουν ως βοηθοί στο διδακτικό και ερευνητικό έργο στις ΗΠΑ συνεχίζουν να θέλουν μια κάρτα σωματείου, απλώς αυτή τη φορά διαφορετική – μια που θα τους επιτρέψει να διαπραγματευτούν συλλογικά τον μισθό τους και τις ώρες εργασίας με τα πανεπιστήμια που τους πληρώνουν να διδάσκουν μαθήματα, να βαθμολογούν εξετάσεις, και να κάνουν τη χαμαλοδουλειά στην έρευνα των καθηγητών τους. Τα σωματεία, όπως πολλοί διδακτορικοί φοιτητές πιστεύουν, θα τους παρείχαν προστασία απέναντι σε άδικες ή αυθαίρετες συμπεριφορές από τους επιτηρητές, απρόσμενες αλλαγές στα οφέλη εκ της διοικήσεως, και σε άλλες επιζήμιες καταστάσεις που μέχρι τώρα είναι ανίσχυροι.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, κινήσεις για οργάνωση σωματείου ή ομάδες σωματείων περιμένουν αναγνώριση από ή διαπραγματεύονται με τα πανεπιστήμια τους σε δεκάδες περιοχές της χώρας, σύμφωνα με τον Συνασπισμό Μεταπτυχιακών Συνδικαλιστικών Σωματείων (CGEU). Πολλά πανεπιστήμια, παρόλα αυτά, ειδικά τα ιδιωτικά, αντιδρούν στην οργάνωση σωματείων – αρνούμενα να αποδεχθούν το γεγονός ότι οι διδακτορικοί φοιτητές που πληρώνουν για να διδάσκουν μαθήματα, να βαθμολογήσουν γραπτά, και να κάνουν τη σκληρή δουλειά του ερευνητικού έργου των καθηγητών είναι στην πραγματικότητα εργαζόμενοι. Αντ’αυτού, επιμένουν ότι αυτές οι εργασίες αποτελούν μέρος της εκπαίδευσης των φοιτητών. Τώρα, η αλλαγή απο την διοίκηση Ομπάμα στην διοίκηση Τραμπ φαίνεται να οξύνει αυτή τη διαμάχη.
Ένα αμφισβητούμενο δικαίωμα
Οι διδακτορικοί φοιτητές μπορούν να σχηματίσουν σωματείο είτε μέσα από εκλογές στις οποίες η πλειοψηφία των εργαζομένων πρέπει να ψηφίσει υπέρ της εκπροσώπησης μέσω Σωματείου είτε συλλέγοντας υπογραφές ζητώντας σωματειακή εκπροσώπηση απο μια πλειοψηφία εργαζομένων (μια διαδικασία γνωστή ως “card check”). Το ίδρυμα μπορεί είτε να δεχθεί να αναγνωρίσει το σωματείο είτε – όπως συνηθίζεται στην ανώτατη εκπαίδευση – να το αμφισβητήσει, όπου στην περίπτωση αυτή οι οργανωτές απευθύνονται σε ένα κυβερνητικό σώμα για να αποφασιστεί εάν το ίδρυμα πρέπει να αναγνωρίσει το σωματείο.
Τα δημόσια ιδρύματα υπόκεινται στους νόμους των διάφορων πολιτειών, κάποιοι εκ των οποίων επιτρέπουν και άλλοι απαγορεύουν σωματεία διδακτορικών φοιτητών. Για τους φοιτητές στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, το δικαίωμα οργάνωσης σε σωματεία καθορίζεται απο το Εθνικό Συμβούλιο Εργασιακών Σχέσεων (NLRB), οι αποφάσεις του οποίου αλλάζουν διαρκώς τα τελευταία χρόνια. Τα πέντε μέλη του NLRB διορίζονται απο το προεδρικό συμβούλιο, με συνέπεια η σύσταση – και οι αποφάσεις – του να αλλάζουν απο διοίκηση σε διοίκηση. Τα μέλη που διορίζονται κατά τη διάρκεια προεδρίας των Δημοκρατικών γενικά τείνουν στο να παίρνουν το πλευρό υπέρμαχων των σωματείων, θεωρώντας ότι οι διδακτορικοί φοιτητές πληρούν τα κριτήρια των εργαζόμενων που μπορούν να σχηματίσουν σωματεία, όπως αυτά έχουν τεθεί στο Εθνικό Νομοσχέδιο Σχέσεων Εργασίας. Απο την άλλη πλευρά, τα μέλη που έχουν διοριστεί κατά τη διάρκεια προεδρίας των Ρεπουμπλικανών συμφωνούν γενικά με τα επιχειρήματα των ιδιωτικών πανεπιστημίων ότι οι βοηθοί είναι κυρίως φοιτητές, και συνεπώς όχι εργαζόμενοι με δικαίωμα στην οργάνωση σωματείου.
Σωματεία διδακτορικών φοιτητών είναι αναγνωρισμένα προς το παρόν σε 33 ιδρύματα ή πανεπιστημιακά συγκροτήματα, σύμφωνα με το CGEU, το πρώτο σχηματίστηκε στο Πανεπιστήμιο του Γουίνσκονσιν στο Μάντισον το 1969. Όλα εκτός απο ένα στη λίστα είναι δημόσια.
Σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο, στο Columbia, η αναμονή για αναγνώριση του σωματείου που οι βοηθοί στη διδασκαλία και έρευνα ψηφίσαν να σχηματίσουν το 2016 έγινε τόσο απογοητευτική που τον Απρίλιο της φετινής χρονιάς οργάνωσαν μια εβδομαδιαία απεργία – ένα δείγμα της έντασης και έκτασης που έχει το λάβει το ζήτημα, με τους φοιτητές και τους διοικητικούς υπαλλήλους να παίρνουν αντίθετες θέσεις. Τον Ιανουάριο, ο κοσμήτορας του Columbia John Coatsworth ανέφερε σε ένα mail στην πανεπιστημιακή κοινότητα ότι δεν θα διαπραγματευθεί με το σωματείο, αλλά αντ’αυτού θα “αναζητήσει επανεξέταση της κατάστασης των διδακτορικών φοιτητών απο ένα δευτεροβάθμιο ομοσπονδιακό δικαστήριο”.
Παρόλο που το σωματείο θεωρεί ότι η απόφαση του NLBR το 2016 που επιτρέπει την οργάνωση του έκλεισε το ζήτημα, ο Coatsworth αναφέρεται την πολυετή, πολεμική διαμάχη σε σχέση με το εαν οι διδακτορικοί φοιτητές σε ιδιωτικά πανεπιστήμια έχουν καν το δικαίωμα να σχηματίσουν σωματείο. Το Columbia είναι ένα απο κορυφαία ιδιωτικά πανεπιστήμια – μαζί με το Brown, το Cornell, το Harvard, το Princeton, το Stanford, το Yale και το MIT – που φιλονικούν με το NLBR σε σχέση με το εαν οι διδακτορικοί φοιτητές είναι κυρίως φοιτητές και συνεπώς όχι εργαζόμενοι με δικαίωμα στην οργάνωση σωματείου.
Η θέση του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης ως το μόνο ιδιωτικό ίδρυμα στην λίστα του CGEU των τριαντατριών, οφείλεται σε μια υπόθεση που έφεραν στην επιφάνεια οι διδακτορικοί βοηθοί του πανεπιστημίου το 2000, οταν το NLRB ανακήρυξε τους βοηθούς σε ιδιωτικά πανεπιστήμια ως εργαζόμενους με δικαίωμα συνδικαλισμού. Αργότερα, το 2004, το NLRB ανακάλεσε αυτό το δικαίωμα αφότου το πανεπιστήμιο του Brown κέρδισε μια σχετική υπόθεση. Το πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης παρόλα αυτα, εθελοντικά αναγνώρισε το συνδικάτο το 2013 – αλλά μόνο ύστερα απο απεργία των διδακτορικών το 2005, όταν τελείωσε το πρώτο συμβόλαιο τους, καθώς και άλλες δράσεις τους τα επόμενα χρόνια.
Το 2016, με την υπόθεση του Columbia, το νομικό πλαίσιο άλλαξε ξανά όταν η πλειοψηφία του NLBR έδωσε ξανά το δικαίωμα του συνδικαλίζειν στους διδακτορικούς. Τον Απρίλιο του ’18, όμως, ένας ανατράπηκε η πλειοψηφία του NLBR. Υπέρμαχοι των συνδικάτων σε όλη τη χώρα φοβούνται για μια εκ νέου αναίρεση του δικαιώματος στο συνδικαλισμό. Συνδικάτα που αναμένουν αναγνώριση στο Κολέγιο της Βοστόνης, στο πανεπιστήμιο του Σικάγο, και στο Yale, των οποίων οι διοικήσεις είναι ενάντια στον συνδικαλισμό, απέσυραν αιτήσεις στο NLBR που εκκρεμούσαν για να αποφύγουν την απόρριψη των αιτήσεων που θα μπορούσαν να έχουν καταστροφικές συνέπειες στην υπόθεση της αναγνώρισης των σωματείων.
Παρά την πιθανότητα για μια επερχόμενη στροφή, το πανεπιστήμιο American, το Brandeis, το Tufts και το New School εθελοντικά αναγνώρισαν και συμφώνησαν να διαπραγματευτούν με τα συνδικάτα που συγκροτήθηκαν ως επακόλουθο της απόφασης στο Columbia. Τον Μάιο, το Harvard επίσης ανακοίνωσε ότι θα διαπραγματευτεί με το νεοσυσταθέν συνδικάτο διδακτορικών, με τον όρο ότι οι διαπραγματεύσεις θα αφορούσαν θέματα εργασιακής φύσεως και όχι ακαδημαϊκής. Αυτή η διάκριση είναι ασυνήθιστη, σύμφωνα με τον ειδικό του συνδικάτου του Πανεπιστημίου του Όρεγκον Gordon Lafer, επειδή κανένα συνδικάτο δεν επέμεινε ποτέ να διαπραγματευτεί πάνω σε ακαδημαϊκά θέματα όπως οι βαθμοί, οι συστατικές επιστολές, ή στα κριτήρια διορισμού καθηγητών. Είναι επίσης ύποπτο επειδή θα μπορούσε να υποδεικνύει μια προσπάθεια να περιοριστούν τα θέματα προς διαπραγμάτευση, σύμφωνα με τον Lafer. Δεν είναι σαφές εαν αυτές οι συμφωνίες για διαπραγμάτευση θα ανακληθούν στην περίπτωση που το NLBR αντιστρέψει την απόφαση του στο μέλλον.
Ακόμη, σε μια ακόμη περίπτωση αναζωογόνησης των συνδικάτων, μεταδιδακτορικοί στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον στο Σιάτλ, ψήφισαν το Μάιο να συγκροτήσουν το έκτο συνδικάτο μεταδιδακτορικών του έθνους. Αυτό, όπως και όλα τα υπόλοιπα πανεπιστήμια με συνδικάτο μεταδιδακτορικών, είναι δημόσιο.
Μια πολύ καλή αγορά
Καίρια θέση των όσων αντιδρούν στα συνδικάτα, σύμφωνα με τον Coatsworth, είναι ότι η σχέση των διδακτορικών με τη σχολή που τους επιβλέπει δεν πρέπει να υποβαθμιστεί σε απλή σχέση εργασίας. (Έρευνα πάνω στα συνδικάτα όχι μόνο δεν βρίσκει υποβάθμιση σε αυτή τη σχέση, αλλά αντίθετα η βελτιώνεται.) Είναι τραγική ειρωνεία ότι δεκάδες χρόνια μετά την κατάργηση της συντεχνιακής ακαδημαϊκής “κάρτας συνδικάτου” – της ισχυρής ευθύνης των κυρίαρχων μελών της συντεχνίας να βοηθήσουν τους μαθητευόμενους τους να χτίσουν καριέρες μέσα στη συντεχνία – τα πανεπιστήμια εκμεταλλεύονται αυτήν την ιστορία με σκοπό να αρνηθούν στους διδακτορικούς φοιτητές το δικαίωμα σε μια σύγχρονη κάρτα συνδικάτου που θα τους επιτρέπει να συγκροτηθούν και να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τις γενικά άθλιες συνθήκες εργασίας τους.
Οι δύο κάρτες συνδικάτου αντιπροσωπεύουν διαφορετικά είδη συνδικάτων και δίνουν έμφαση στη κυρίαρχη τάση αλλαγής στο στάτους των διδακτορικών φοιτητών που έλαβε χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Η ακαδημαϊκή κοινότητα του παρελθόντος αυτοπροβαλλόταν ως μια συντεχνία, όπως οι ιστορικές συντεχνίες της Ευρώπης, προστατέυοντας τα συμφέροντα και τις απολαβές εργαζομένων με υψηλή εξειδίκευση ελέγχοντας την πρόσβαση στα επαγγέλματα. Τέτοιες συντεχνίες παρείχαν είσοδο μόνο σε ανθρώπους που πληρούσαν συγκεκριμένα αναγνωρισμένα στάνταρτ, γενικά μέσω μαθητείας, τεστ εισαγωγής, και άλλες αποδείξεις εξειδίκευσης. Εξειδικευμένοι τεχνίτες όπως οι υδραυλικοί ή οι ηλεκτρολόγοι είναι μοντέρνα παραδείγματα τέτοιου τύπου συνδικάτου (συντεχνίας). Η βοήθεια που χρειάζονται οι διδακτορικοί φοιτητές τώρα, απο την άλλη, απαιτεί το μοντέλο του βιομηχανικού συνδικάτου, που προσπαθεί να συσπειρώσει τους εργαζόμενους σε έναν δεδομένο χώρο εργασίας να χρησιμοποιήσουν την συλλογική τους δύναμη για να διαπραγματευτούν για καλύτερους μισθούς και συνθήκες εργασίας. Με άλλα λόγια, οι διδακτορικοί φοιτητές μετασχηματίστηκαν απο προστατευόμενους προορισμένοι να ακολουθήσουν τους καθηγητές τους ως συναδέλφους στην ιεραρχία της ακαδημαϊκής συντεχνίας σε χαμηλόμισθα στελέχη που διεκπεραιώνουν εργασίες προς όφελος των εργοδοτών τους με μικρή ρεαλιστική πιθανότητα να γίνουν ποτέ καθηγητές.
Τα πανεπιστήμια δημιούργησαν αυτή την κατάσταση, σύμφωνα με μια έρευνα που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο απο το Ινστιτούτο Οικονομικής Πολιτικής (EPI), εν μέρη λόγω του ότι “βασίζονται όλο και περισσότερο σε βοηθούς καθηγητών και μη μόνιμο προσωπικό, με την αύξηση των διδακτορικών, μεταδιδακτορικών φοιτητών και αναπληρωτών καθηγητών να ξεπερνά κατά πολύ την αύξηση των μόνιμων καθηγητικών θέσεων μεταξύ της άνοιξης του 2005 και της άνοιξης του 2015.” Βοηθοί και αναπληρωτές καθηγητών, κοστίζουν πολύ λιγότερο σε σχέση με τους μόνιμους, και η χαμηλά αμειβόμενη εργασία τους στις αίθουσες και στα εργαστήρια επιτρέπει στα πανεπιστήμια να λειτουργούν με λιγότερους μόνιμους καθηγητές. Πράγματι, “η ίδια δυναμική που μετέτρεψε τους διδακτορικούς σε δημοφιλής λεία κατά τη διάρκεια του διδακτορικού, έκανε ταυτόχρονα και πολύ δύσκολη την πρόσληψή τους μετά την ολοκλήρωση του πτυχίου τους,” ανέφερε ο Lafer το 2003 σε ένα άρθρο του που ίσως είναι πιο επίκαιρο σήμερα. “Η αντικατάσταση των μόνιμων καθηγητών με ημιμόνιμους με όρους χονδρικής καθόρισε τον αποδεκατισμό των θέσεων στην ακαδημαϊκή αγορά εργασίας.” Το 2015, υπήρχαν 370.710 μεταπτυχιακοί φοιτητές ενώ μόνο 134.153 μέλη διδακτικού προσωπικού, με τον πρώτο αριθμό να έχει αυξηθεί κατά 16.7% ενώ τον δεύτερο να έχει μειωθεί κατά 1.3% την περασμένη δεκαετία, όπως αναφέρει το Ινστιτούτο Οικονομικής Πολιτικής.
Με δεδομένα την οικονομική πολιτική των πανεπιστημίων και την κατάστασης στην ακαδημαϊκή αγορά εργασίας, το παλιό σύστημα φαίνεται να έχει χαθεί για πάντα. Πολλά μέλη του διδακτικού προσωπικού είναι άνθρωποι, με καλές διαθέσεις που δεν είχαν μερίδιο στη δημιουργία της παρούσας κατάστασης, αλλά αυτό δεν αλλάζει τα γεγονότα. Ως εκ τούτου, η ελάχιστη αξιοπρέπεια θα απαιτούσε από τα πανεπιστήμια να αναγνωρίσουν αυτήν την πραγματικότητα και να αναγνωρίσουν το δικαίωμα των μεταπτυχιακών υπαλλήλων τους να οργανωθούν και να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τις εργασιακές συνθήκες τους.