Ιδρυτική Διακήρυξη

Για μια αγωνιστική Παρέμβαση στην Έρευνα

Εισαγωγή

Το γεγονός που αναμφισβήτητα καθορίζει τις ζωές μας τα τελευταίαχρόνια είναι η βαθιά, δομική, διεθνής καπιταλιστική κρίση και ειδικάτο πως αυτή εκφράστηκε στην Ελλάδα, μετατρέποντάς την σε ένα τεράστιο πειραματικό εργαστήριο για το πώς θα φτωχοποιούνταιπαγκοσμίως τα λαϊκά στρώματα. Αντί οι τεράστιες τεχνολογικέςδυνατότητες και τα επιτεύγματα της έρευνας να αξιοποιούνταιγια να βελτιώνεται η ζωή των ανθρώπων, να μειώνονται οιαναγκαίες ώρες εργασίας, να προστατευτεί το φυσικό περιβάλλον,να εξαλειφθεί η φτώχεια και οι ανισότητες, βλέπουμε το χάσμαανάμεσα στον πλούτο και τη φτώχεια να διευρύνεται δραματικά,την ανεργία να καλπάζει, τους πολέμους να γίνονται μέρος τηςκαθημερινότητας, εκατομμύρια άνθρωποι να εξαναγκάζονται στηνμετανάστευση και την προσφυγιά. Ό,τι καινούριο παράγει η σκέψηκαι η δουλειά των ανθρώπων, αντί να προσφέρει ένα καλύτεροαύριο, γίνεται καύσιμο για την κερδοφορία και την ανασυγκρότησήτου καπιταλισμού.

Η επιστημονική έρευνα ως πυλώνας της σύγχρονης οικονομίας και ανάπτυξης

Η επιστημονική έρευνα αναδεικνύεται διεθνώς, και ιδιαίτερα σε χώρες και σχηματισμούς που ηγούνται της καπιταλιστικής ανάπτυξης, σε πυλώνα της οικονομίας και σε βασικό μοχλό της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στην προσπάθεια ξεπεράσματος της οικονομικής κρίσης. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα και η πρόοδος που έχει σημειωθεί σε διάφορες επιστήμες προσελκύουν τεράστιες επενδύσεις από την πλευρά του Κεφαλαίου απασχολώντας ολοένα και περισσότερους εργαζόμενους, σε συνθήκες εντατικοποίησης της εργασίας.

Ο αριθμός των ερευνητών στην ΕΕ των 28 έχει αυξηθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια: Το 2015 απασχολούνταν 1.82 εκατομμύρια ερευνητές σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης (ΙΠΑ), ενώ καταγράφηκε αύξηση των προσλήψεων κατά 443 χιλιάδες (32.2.%) σε σύγκριση με το 2005. Οι αριθμοί των ερευνητών σχεδόν διπλασιάστηκαν μεταξύ 2005 και 2015 σε Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ελλάδα. Η ανάλυση ανά τομέα, του προσωπικού που απασχολείται σε δραστηριότητες Έρευνας & Ανάπτυξης στην ΕΕ των 28, δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση των ερευνητών στον επιχειρηματικό τομέα (49%) και στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης (39%), ενώ το 12% του συνολικού αριθμού των εργαζόμενων ερευνητών απασχολούνται στον κρατικό τομέα. Μικρότερος είναι ο αριθμός των ερευνητών στην Κίνα (χωρίς να περιλαμβάνεται το Χονγκ Κονγκ), όπου το 2014 έφτασε τα 1.52 εκατ., ελάχιστους παραπάνω σε σχέση με τις ΗΠΑ (1.27 εκατ. σύμφωνα με στοιχεία του 2012). Μεταξύ 2005 και 2014 ο αριθμός των ερευνητών στην Τουρκία υπερδιπλασιάστηκε, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός σχεδόν διπλασιάστηκε στη Ν. Κορέα. Στην Ελλάδα, οι συνολικές δαπάνες για Έρευνα & Ανάπτυξη το 2014 ήταν 1.49 δις. ευρώ. Την ίδια χρονιά, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, το συνολικό προσωπικό που απασχολείται σε δραστηριότητες Ε&Α φτάνει τις 43.316 ισοδύναμων πλήρους απασχόλησης (ΙΠΑ) και οι ερευνητές ανέρχονται σε 29.877 ΙΠΑ. Συνολικά, η απασχόληση προσωπικού σε δραστηριότητες Ε&Α και στην έρευνα αποτελούν το 1.22% της συνολικής απασχόλησης ενώ μόνο οι ερευνητές είναι το 0.84% των εργαζόμενων. Καθώς το κυρίαρχο εργασιακό καθεστώς κάθε άλλο παρά μόνιμη απασχόληση είναι και συνυπολογίζοντας την μαύρη ή και άμισθη εργασία, καταλαβαίνει κανείς ότι ο πραγματικός αριθμός των εργαζόμενων στην έρευνα παραμένει άγνωστος και ότι ο συγκεκριμένος εργασιακός κλάδος είναι μεγάλος και στην ουσία αχαρτογράφητος.

Οι μεταρυθμίσεις στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης-έρευνας

Στην Ελλάδα, η σημερινή κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας και Έρευνας ειδικότερα, επιχειρεί μία ριζική αναδιάρθρωση της έρευνας και του πανεπιστημίου, θεσμοθετώντας όλη τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα των προηγούμενων κυβερνήσεων στα πλαίσια του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας. Θεωρούμε απολύτως σαφές ότι η εν λόγω αντιδραστική αναδιάρθρωση μεθοδεύεται πολύ προσεκτικά τα τελευταία τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια με σειρά από νομοθετήματα. Ειδικότερα, ο νόμος Πλαίσιο 4009 και οι μετέπειτα τροποποιήσεις του, θέτουν τα θεμέλια της υποταγής του πανεπιστημίου στους νόμους της αγοράς και υπαγορεύουν συνολικά τη λειτουργία του σύμφωνα με επιχειρηματικά κριτήρια. Επιπρόσθετα, στην κατεύθυνση αυτή βρίσκεται και η σύσταση του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) και των Περιφερειακών Ακαδημαϊκών Συμβουλίων Ανώτατης Εκπαίδευσης& Έρευνας στη θέση των Σ.Ι.Τα συμβούλια αυτά, απαρτιζόμενα από εκπροσώπους πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων και εμπορικών – βιομηχανικών επιμελητηρίων, θα διαμορφώνουν τις “αναπτυξιακές πολιτικές” που τα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης καθώς και τα Ερευνητικά Κέντρα (ΕΚ) οφείλουν να ακολουθούν, και θα επεξεργάζονται σχέδια χρηματοδότησης από άλλες πηγές πλην του κράτους.

Ωστόσο, όλα τα παραπάνω θα αποτελούσαν ενδεχομένως κενό γράμμα αν δεν είχαν διαμορφωθεί προηγουμένως οι κατάλληλες συνθήκες, οι οποίες καθιστούν πλέον την εφαρμογή τους όχι μόνο εφικτή αλλά και “επιτακτική”. Η τεράστια υποχρηματοδότηση του πανεπιστημίου (μείωση της κρατικής επιχορήγησης της τάξης του 70%, από το 2009 έως το 2017) ως συνέπεια των μνημονιακών πολιτικών στο βωμό της παραμονής πάση θυσία στην Ε.Ε. και το ευρώ, έχει διαμορφώσει το πλέον ζοφερό περιβάλλον όπου δεν υπάρχει δυνατότητα κάλυψης ούτε των πάγιων αναγκών των ιδρυμάτων. Παρόμοια εικόνα παρουσιάζεται και στα ΕΚ με μειώσεις στον Κρατικό προϋπολογισμό που κυμαίνονται από 20 έως 40% την τελευταία 10ετία. Προκειμένου να εξακολουθήσει η λειτουργία τόσο των Πανεπιστημίων όσο και των ΕΚ, όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των εξόδων καλύπτεται πλέον από τα αποθεματικά των Ειδικών Λογαριασμών, με αποτέλεσμα αφενός την επί της ουσίας αυτοχρηματοδότηση τους και αφετέρου την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων τους στη βάση του κέρδους. Σήμερα, πιο ξεκάθαρα παρά ποτέ, μόνο οι δραστηριότητες που επιφέρουν οικονομικό όφελος, όπως τα ερευνητικά προγράμματα, οι spin off εταιρίες, η παροχή υπηρεσιών προς τρίτους θεωρούνται χρήσιμες και σημαντικές, εις βάρος βέβαια της ουσιαστικής έρευνας και της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο νόμου το οποίο όχι μόνο συνδέει την κρατική χρηματοδότηση των ιδρυμάτων με εκείνη που μπορεί να επιτευχθεί από ιδίους πόρους (περιουσία ιδρυμάτων, κληροδοτήματα, δωρεές, χορηγίες, αποθεματικά Ειδικών Λογαριασμών, παροχή υπηρεσιών προς επιχειρήσεις) προβλέποντας διαμόρφωση ενιαίου οικονομικού προϋπολογισμού. Ακόμα προβλέπει την υποχρεωτική κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών τους σε ποσοστό μεγαλύτερο του 30% από τους Ειδικούς Λογαριασμούς, ποσό το οποίο θα ενισχύει τον Κρατικό προϋπολογισμό, ανοίγοντας το δρόμο για νέες περικοπές στην Κρατική χρηματοδότηση. Ουσιαστικά, θεσμοθετείται η πολυπόθητη διάρρηξη της χρηματοδότησης Πανεπιστημίων και ΕΚ από το κράτος και η αυτοχρηματοδότηση της λειτουργίας τους. Βρισκόμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με Πανεπιστήμια – ΕΚ «δημόσια» μόνο κατ’ όνομα αλλά στην ουσία επιχειρηματικά. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θεωρούμε απίθανη και την επιβολή διδάκτρων στα εκπαιδευτικά ιδρύματα στο προσεχές μέλλον, όχι μόνο στα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών όπως εξάλλου προβλέπεται από το σχέδιο νόμου, αλλά και στα προπτυχιακά. Φυσικά, οποιαδήποτε δαπάνη για φοιτητική μέριμνα, για βασική έρευνα ή υποτροφίες θα θεωρείται ανέκδοτο.

Εργασιακές συνθήκες στον κλάδο: Το σύγχρονο καθεστώς εκμετάλλευσης

Στον κλάδο της έρευνας όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, και όντας απόλυτα ενταγμένος στην καπιταλιστική παραγωγή, μπορεί να διακρίνει κανείς τα πολλαπλά επίπεδα εκμετάλλευσης. Ο εργαζόμενος ερευνητής έχει ως εργοδότη την ΕΕ, το μνημονιακό κράτος και τις επιχειρήσεις (εγχώριες και πολυεθνικές) που αποτελούν τους άμεσους χρηματοδότες και τελικούς αποδέκτες των αποτελεσμάτων της έρευνας. Ο ίδιος αποτελεί ωστόσο τον τελευταίο τροχό στην πυραμίδα ιεραρχίας στο χώρο δουλειάς (διοίκηση Πανεπιστημίου ή κέντρου> επιστημονικός υπεύθυνος στο εκάστοτε πρόγραμμα> άμεσος προϊστάμενος), η οποία είναι αυτή που καθορίζει τελικά τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, ανάλογα με τα οικονομικά συμφέροντα και την πολιτική βούληση. Οι εργασιακές συνθήκες για τους νέους ερευνητές στην Ελλάδα έχουν χειροτερέψει δραματικά, με το μεγαλύτερο ποσοστό να βρίσκεται σε μία μόνιμη κινητικότητα και εξάρτηση από την προκήρυξη νέων προγραμμάτων, δουλεύοντας με εξοντωτικούς ρυθμούς σε ένα καθεστώς μεταξύ απλήρωτης και χωρίς δικαιώματα μαθητείας και κακοπληρωμένης προσωρινής απασχόλησης. Η μεγάλη πλειοψηφία, ενώ απασχολείται με συνθήκες μισθωτού (έχοντας συγκεκριμένες υποχρεώσεις και ωράρια), εντούτοις υπογράφει συμβάσεις έργου, αμείβεται υποχρεωτικά με μπλοκάκι και φορολογείται ως ελεύθερος επαγγελματίας, πληρώνοντας τεράστιες ασφαλιστικές εισφορές (αν έχει καταφύγει στην αυτασφάλιση) ή μένοντας χωρίς ιατροφαρμακευτική κάλυψη αν το εισόδημά του δεν επαρκεί. Ακόμα χειρότερες είναι οι συνθήκες των τίτλων κτήσης, οι οποίοι εξ’ ορισμού δεν περιλαμβάνουν ασφαλιστικές καλύψεις. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως οι εργαζόμενοι είναι εκτεθειμένοι σε κάθε λογής εργατικά ατυχήματα καθώς θεωρούνται «αυτασφάλιστοι». Επίσης, είναι ενδεικτική η προσπάθεια του υπουργείου Παιδείας και Έρευνας – μέσω της σύστασης του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), το οποίο θα χρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων- και του ΙΚΥ, να ‘’χρυσώσουν το χάπι’’ στους νέους ερευνητές με την προκήρυξη υποτροφιών για υποψήφιους διδάκτορες και μεταδιδακτορικούς ερευνητές. Η ΕΤΕ επί της ουσίας δανειοδοτεί το Ελληνικό κράτος, με άγνωστους όρους, μεγαλώνοντας την «τρύπα» του χρέους. Οι υποτροφίες αυτές είναι ελάχιστες στον αριθμό, αν αναλογιστούμε το πλήθος όσων δουλεύουν αμισθί ή υποαμείβονται τόσο στα πανεπιστήμια όσο και στα ερευνητικά κέντρα, και επιπλέον είναι εντελώς θολό σε ποια κριτήρια θα βασίζεται η επιλογή των επιστημονικών θεμάτων και των ίδιων των υποψηφίων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΙΚΥ συγκεκριμένα είχε χρόνια να προκηρύξει υποτροφίες για ΥΔ, με τις τελευταίες μάλιστα να χρηματοδοτούνται από τη SIE- MENS στα πλαίσια “εξωδικαστικού συμβιβασμού” για τα αμαρτωλά της σκάνδαλα. Πλέον το ΙΚΥ χρηματοδοτείται από ΕΣΠΑ, πράγμα που σημαίνει ότι η μισθοδοσία δεν είναι τακτική και είναι άμεσα εξαρτημένη από την απορρόφηση των κονδυλίων. Επίσης, έχει σαν παραδοτέο όχι δημοσιεύσεις, αλλά την ίδια τη διατριβή, με αποτέλεσμα να ζητείται από τον υπότροφο επιστροφή των χρημάτων αν για κάποιο λόγο αυτή δεν ολοκληρωθεί σε 4 χρόνια. Η κατεύθυνση της έρευνας σε αυτές τις υποτροφίες δεν εξυπηρετεί κοινωνικές ανάγκες, αλλά εντάσσεται στη λογική της παραγωγής εμπορεύσιμων ερευνητικών αποτελεσμάτων, συμπληρωματικά και ενισχυτικά στις στρατηγικές κατευθύνσεις του Horizon 2020. Ένα ακόμα παράδειγμα της κατάστασης σχετικά με την εργασιακή προοπτική, είναι η μέθοδος “αντιμετώπισης” από τη μεριά της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ της τρομερής υποστελέχωσης των πανεπιστημίων σε διδακτικό προσωπικό. Εγκαθιδρύθηκε λοιπόν ο θεσμός του πανεπιστημιακού υποτρόφου, σύμφωνα με τον οποίο τα διδακτικά κενά καλύπτονται από συναδέλφους (είτε διδάκτορες, είτε όχι) με εξάμηνη αυτοδύναμη διδασκαλία, έπειτα από σχετική προκήρυξη του κάθε ιδρύματος. Αποκορύφωμα της εκμετάλλευσης αποτελούν τα Προγράμματα Απόκτησης Διδακτικής Εμπειρίας που απευθύνονται σε κατόχους διδακτορικού τίτλου, οι οποίοι καλούνται να διδάξουν εξ ολοκλήρου ένα μάθημα έναντι του εξευτελιστικού ποσού των 2.987 ευρώ ανά εξάμηνο. Στην ίδια λογική με τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας στους Δήμους, προωθείται πλέον και εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας η ανακύκλωση των νέων επιστημόνων. Εκτός από την διαφαινόμενη υποβάθμιση της ποιότητας των σπουδών, δίνεται και το ξεκάθαρο στίγμα των εργασιακών σχέσεων που θα ισχύσουν από εδώ και στο εξής, σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων των πανεπιστημίων: συμβάσεις ορισμένου χρόνου, χωρίς δυνατότητα ανανέωσης, με ΔΠΥ και μάλιστα χρηματοδοτούμενες από τα πανεπιστήμια μέσω ιδίων πόρων!

Αντίστοιχα στα ΕΚ το ποσοστό των ελαστικών σχέσεων εργασίας έχει εκτιναχθεί τα τελευταία χρόνια φτάνοντας σε περιπτώσεις το 60% του δυναμικού των Κέντρων. Είναι χαρακτηριστικό δε, πως σχεδόν όλο το «νέο» δυναμικό των ΕΚ (εργαζόμενοι κάτω των 45 ετών) είναι ελαστικά εργαζόμενοι! Αρκετοί από τους συναδέλφους αυτούς είναι ήδη ή θα μείνουν σύντομα άνεργοι, ενώ πολλοί άλλοι δουλεύουν ή θα ‘αναγκαστούν’ να δουλέψουν αμισθί. Όσοι μάλιστα έμειναν άνεργοι τώρα και εργάζονταν με μπλοκάκι χωρίς να έχουν κλείσει 3ετία, δε δικαιούνται καν το πενιχρό επίδομα ανεργίας. Παράλληλα, πολλοί συνάδελφοι, οι οποίοι συν τοις άλλοις αποτελούν υψηλά εξειδικευμένο προσωπικό, μεταναστεύουν στο εξωτερικό αναζητώντας καλύτερη τύχη, ενώ ολόκληρα εργαστήρια απειλούνται με ερήμωση λόγω της έλλειψης χρημάτων. Η κυριότερη ίσως αιτία του προβλήματος αυτού, είναι το γεγονός ότι η έρευνα λειτουργεί στηριζόμενη αποκλειστικά σε προγράμματα (είτε Ελληνικά είτε Ευρωπαϊκά) και όχι σε σταθερή χρηματοδότηση ώστε να εξασφαλίζεται η συνέχεια αυτής.

Οι εργαζόμενοι στην έρευνα

Στον συγκεκριμένο κλάδο τις τελευταίες δεκαετίες έχουν κατ’ εξοχήν δοκιμαστεί και εδραιωθεί όλες οι ελαστικές μορφές εργασίας που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι οποίες έχουν πλέον γενικευτεί και σε άλλους εργασιακούς κλάδους που αποτελούν μεγάλα πεδία κερδοφορίας (όπως οι τηλεπικοινωνίες και η φαρμακοβιομηχανία). Η κυρίαρχη αφήγηση παρουσίαζε τη συμμετοχή στην παραγωγή νέας γνώσης ως προνόμιο και ευκαιρία προσωπικής ανάδειξης και οικοδόμησης ενός καλού βιογραφικού ή απόκτησης μίας θέσης στο Πανεπιστήμιο. Πριν την κρίση, σε αυτή τη βάση καλλιεργήθηκαν νοοτροπίες υποτέλειας και το χαμαλίκι καθιερώθηκε ως προϋπόθεση για το χτίσιμο καριέρας επιστήμονα, ενώ συχνά δημιουργούνταν προσδοκίες κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης. Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και μετά, οι αμοιβές μειώθηκαν σε εξευτελιστικά επίπεδα, οι προσδοκίες για πρόσληψη είναι ανύπαρκτες και ταυτόχρονα εκτινάχθηκε η μετανάστευση, οδηγώντας στο περίφημο Brain Drain. Για όσους λοιπόν δεν έφυγαν στο εξωτερικό, ο βιοπορισμός είναι πιο αβέβαιος από ποτέ με τους νέους ερευνητές να κατέχουν πλέον μία θέση ανάμεσα στους πληττόμενους εργαζόμενους του σήμερα και του μέλλοντος. Η κατάσταση αυτή, πέρα από τις δυσκολίες που συνεπάγεται, δίνει νέες δυνατότητες για την οργάνωση των ερευνητών και τη συλλογική διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Οι εργαζόμενοι σε επιστημονικούς και τεχνολογικούς κλάδους της έρευνας αποτελούν όλο εκείνο το δυναμικό που παράγει νέα γνώση και όχι μόνο (πχ. λογισμικά, πατέντες και επιστημονική εμπειρία που αξιοποιούνται εμπορικά ερήμην των ερευνητών που συνέβαλαν σε αυτά). Απασχολούνται σε διαφορετικές θέσεις (φοιτητές σε πρακτική άσκηση, διπλωματικές και μεταπτυχιακές εργασίες, διδακτορικά, Postdoc έρευνα, απασχόληση σε project, εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου σε εταιρίες, μόνιμη θέση στο δημόσιο τομέα), ενώ πολλές φορές εμπλέκονται με παραπάνω από μία ιδιότητες με την έρευνα (π.χ. υποψήφιος διδάκτορας και εργαζόμενος σε proj- ect). Το καθεστώς απασχόλησης ποικίλει επίσης, με υποτροφίες ιδρυμάτων/οργανισμών/κράτους, χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά κονδύλια τύπου Ηorizon ή ΕΣΠΑ, συμβάσεις έργου, Marie Curie, συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε ελάχιστες περιπτώσεις, μόνιμο εργαστηριακό προσωπικό και άμισθους επιστημονικούς συνεργάτες να αποτελούν τις κυρίαρχες περιπτώσεις. συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε ελάχιστες περιπτώσεις, μόνιμο εργαστηριακό προσωπικό και άμισθους επιστημονικούς συνεργάτες να αποτελούν τις κυρίαρχες περιπτώσεις.

Γιατί σχήμα στην έρευνα;

Εμείς που παίρνουμε αυτή την πρωτοβουλία, αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας ως εργαζόμενους στον κλάδο της έρευνας και της παραγωγής/αναπαραγωγής γνώσης αλλά και ως κομμάτι του εργατικού κινήματος. Έχουμε εργαστεί με πολλές από τις παραπάνω μορφές εργασίας και έχουμε βιώσει τη δυσκολία αντιστροφής της κατάστασης και διεκδίκησης των δικαιωμάτων μας, λόγω του κατακερματισμού ανά κατηγορία και εργασιακή σχέση. Προχωράμε στη δημιουργία μιας εργατικής, ανατρεπτικής, αριστερής συλλογικότητας που πιστεύουμε ότι θα συμβάλλει στην μαζική συλλογική δράση των εργαζομένων, στην ανασυγκρότηση του σε ταξική βάση ώστε να δοθεί ένας συντονισμένος πανεργατικός αγώνας Υπερασπιζόμαστε μια πολιτική που θα ασκούν οι “από κάτω” και θα μπορεί ανατρέψει τις σημερινές βάρβαρες συνθήκες εργασίας και ζωής. Με κοινά αιτήματα στους χώρους που δουλεύουμε, το σχήμα LABour – Αγωνιστική Παρέμβαση στην Έρευνα. επιδιώκει:

  • Ενιαία παρέμβαση στον κλάδο, σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα. Σκοπός μας είναι να εκφράσουμε τα πιο πληττόμενα κομμάτια εργαζομένων στον κλάδο, τους μπλοκάκηδες-συμβασιούχους, τους ανασφάλιστους και τους εκ περιτροπής εργαζόμενους-άνεργους.
  • Είμαστε ενάντια στις μορφές απλήρωτης, κακοπληρωμένης και ανασφάλιστης εργασίας που επικρατούν στο χώρο μας. Αγωνιζόμαστε για πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα για όλους τους εργαζόμενους που βάζουν σε λειτουργία τα ακαδημαϊκά και ερευνητικά ιδρύματα, με τις διοικήσεις των ιδρυμάτων αυτών να αναλάβουν τις εργοδοτικές τους ευθύνες. Αγωνιζόμαστε ώστε να υπάρχουν περισσότερες θέσεις μόνιμου προσωπικού (καθηγητικού, ερευνητικού, τεχνικού, διοικητικού, βοηθητικού) που θα καλύπτουν τις ανάγκες των ιδρυμάτων. Διεκδικούμε την αναγνώριση της εργασιακής ιδιότητας του μη μόνιμου ερευνητικού προσωπικού και την υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας ως το μέσο που θα εξασφαλίσει ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και αξιοπρεπή μισθό.
  • Είμαστε ενάντια σε κάθε μορφή οικονομικής εξάρτησης των ιδρυμάτων από τα ανταγωνιστικά προγράμματα – προγράμματα αριστείας (ΕΣΠΑ, ελληνικά κλπ) που διαιωνίζουν τις συνθήκες εργασιακής γαλέρας στον χώρο μας και περιορίζουν την επιστημονική περιέργεια. Ειδικά τα ευρωπαϊκά προγράμματα- τύπου ΕΣΠΑ καθορίζουν τι θα ερευνάται και πώς με βάση τις ανάγκες κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου και αφορούν επιστημονικά αντικείμενα που σχετίζονται μόνο με την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα. Επίσης προβλέπουν «συνεργάτες»- εταιρείες, οι οποίες χρησιμοποιούν τις υποδομές και το προσωπικό αποποιούμενες το κόστος αυτό, ενώ διατηρούν τις πατέντες και τα αποτελέσματα, απολαμβάνοντας τα κέρδη. Τέλος, σε αυτά τα προγράμματα προβλέπονται συμβάσεις ανεξάρτητα από τη ροή της χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα να μένουν οι εργαζόμενοι απλήρωτοι για μεγάλα διαστήματα. Εμείς αγωνιζόμαστε για μία κεντρικά σχεδιασμένη παιδεία – έρευνα, με δημόσια χρηματοδότηση και στραμμένη στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας.
  • Γνωρίζουμε ότι για να μπορέσουμε να έχουμε νίκες στο χώρο δουλειάς μας, θα πρέπει να συγκρουστούμε με αυτούς που επιβάλλουν τα παραπάνω, όχι μόνο στον μικρόκοσμό μας αλλά και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Είμαστε απέναντι στις πολιτικές όλων των κυβερνήσεων – όπως και της σημερινής – που φορτώνουν στις πλάτες μας το βάρος της κρίσης ώστε να κερδίζουν οι βιομήχανοι, οι εφοπλιστές και οι τραπεζίτες. Είμαστε απέναντι στην ΕΕ και πολιτικές της, η οποία τις επιβάλλει ανεξάρτητα από τις διαθέσεις των λαών και εις βάρος αυτών. Παλεύουμε να καταργηθούν οι μνημονιακές δεσμεύσεις και να διαγραφεί μονομερώς το χρέος της Ελλάδας, διότι μόνο μέσα από έναν τέτοιο δρόμο διεκδικήσεων μπορούν να υπάρχουν πραγματικές κατακτήσεις ανακούφισης του λαού.
  • Για να πετύχουν οι εργαζόμενοι τις διεκδικήσεις τους χρειάζεται η ενεργή δράση των συλλόγων και των σωματείων τους, στην κατεύθυνση της υπεράσπισης των συμφερόντων τους, απέναντι στην κάθε είδους εργοδοσία αλλά και στη γραφειοκρατία και τον συμβιβασμό που προωθούν ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ και κάθε λογής εργοδοτικό συνδικαλισμό. Για αυτό, καλούμε τους συναδέλφους μας να συμμετέχουν στους υπάρχοντες συλλόγους (μεταπτυχιακών-ΥΔ, εργαζομένων-ερευνητών) και επιχειρησιακά και κλαδικά σωματεία τους, Να πρωτοστατήσουν στην ίδρυση νέων και οι συμβασιούχοι να διεκδικήσουν την εγγραφή και κάλυψή τους από τους συλλόγους-σωματεία μόνιμου προσωπικού στα αντίστοιχα ιδρύματα.

Για ποια έρευνα παλεύουμε εμείς;

Για εμάς, δεν αρκεί μία στείρα κριτική στο υπάρχον ερευνητικό πλαίσιο ούτε ένας οικονομικός αγώνας για υψηλότερες αμοιβές στον κλάδο. Δραστηριοποιούμαστε σε ένα πανεπιστήμιο-Ε.Κ. που θέλουμε να παράγει έρευνα και γνώση με βάση τις ανάγκες τις πλειοψηφίαςπου παράγει αξίες χρήσης και όχι εμπορεύματα. Το κριτήριο για την έρευνα στο σύγχρονο πανεπιστήμιο-Ε.Κ. είναι να μπορεί να αυξήσει την κερδοφορία των ιδιωτικών ομίλων ή στη καλύτερη περίπτωση να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ενός κράτους στον ανταγωνισμό του με άλλα κράτη σε διεθνές επίπεδο. Δεν αρκεί η καταγγελία τις επιχειρηματικής δράσης-αν και είναι απαραίτητη. Δε χωράμε σε μία κρατικά χρηματοδοτούμενη έρευνα για τον πόλεμο, την αστυνομία ή το κυνήγι μεταναστών και κατατρεγμένων στα σύνορα και τις μητροπόλεις. Παλεύουμε για έρευνα που θα έχει στόχο τη βελτίωση της ζωής των λαών, τη χειραφέτηση του ατόμου και το ξεπέρασμα της αυταπάτης, του ανορθολογισμού και του σκοταδισμού. Μια έρευνα κεντρικά σχεδιασμένη, που δε θα περιμένει «πότε θα ανανεωθεί το πρόγραμμα», αλλά θα αφουγκράζεται τις λαϊκές ανάγκες σε υγεία, τεχνολογία και ποιότητα ζωής και θα έχει βασικό στόχο την εξυπηρέτησή τους. Η περίπτωση της έρευνας για τη θεραπεία του καρκίνου στην Κούβα (με το πολύ μικρότερο ΑΕΠ σε σχέση με την Ελλάδα), αποτελεί γροθιά στο στομάχι των πλούσιων και «δυτικών» χωρών. Επίσης, παλεύουμε για μια έρευνα που τα αποτελέσματά της οποίας θα είναι δημόσια και δωρεάν για όλους. Σε αυτόν τον αγώνα δεν είμαστε μόνοι. Σε παγκόσμιο επίπεδο έχει ανοίξει η κουβέντα για την ελεύθερη πρόσβαση στα αποτελέσματα της έρευνας ενάντια στη μαφία των εκδοτικών οίκων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την περίπτωση της δίωξης του sci-hub. Φυσικά αυτό δεν αρκεί, ωστόσο δείχνει τις δυνατότητες που ανοίγονται για τη διεθνή συνεργασία σε κινηματικό επίπεδο επιμέρους ερευνητών και συλλογικοτήτων εργαζομένων στα πανεπιστήμια-Ε.Κ.

Με τη δράση μας αγωνιζόμαστε για:

  • Έρευνα και πανεπιστήμιο με κέντρο τις λαϊκές ανάγκες και όχι τα κέρδη των επιχειρήσεων. Ανατροπή κι όχι προσαρμογή του προσανατολισμού και χρηματοδότησης της έρευνας στους άξονες του Horizon 2020. Αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης για παιδεία και έρευνα. Κατανομή των κονδυλίων έρευνας σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους. Όχι στη συγκέντρωση των κονδυλίων σε μονάδες “αριστείας”. Έρευνα που να βασίζεται στην κρατική χρηματοδότηση των ερευνητικών δομών. Όχι στη χρηματοδότηση βάσει ερευνητικών προγραμμάτων, που καθιστούν την έρευνα αποσπασματική και εστιασμένη στην εξασφάλιση πόρων αντί της παραγωγής ποιοτικού ερευνητικού έργου.
  • Ενάντια στην εμπορευματοποίηση της γνώσης και τουΠανεπιστημίου. Ενάντια στην διάλυση του Πανεπιστημίου και των ερευνητικών κέντρων και την αντικατάστασή του από αυτόνομες μονάδες “αριστείας”. Ενάντια στην κατάργηση δημοκρατικώνκατακτήσεων και τη θέσπιση αυταρχικών μορφών διοίκησης πουπροσομοιάζουν ιδιωτικές επιχειρήσεις. Κατάργηση του νόμου4009, του σχεδίου για ίδρυση Ι.ΔΙ.Σ και κάθε μορφής ιδιωτικήςτριτοβάθμιας εκπαίδευσης (να δούμε και τον νέο νόμο).
  • Ανεμπόδιστη πρόσβαση όλης της κοινωνίας στααποτελέσματα της έρευνας και στη βιβλιογραφία. Καμία χρήση τωνερευνητικών αποτελεσμάτων για εμπορικούς σκοπούς (πατέντες κλπ) και κατάχρηση τους από τους κατασταλτικούς, κρατικούς καιδικαστικούς μηχανισμούς.
  • Πρόσληψη μόνιμου προσωπικού για την κάλυψη τωνερευνητικών αναγκών. Κανένας ερευνητής που δεν εντάσσεται στις κατηγορίες των υποψήφιων διδακτόρων ή φοιτητών (μεταπτυχιακών ή προπτυχιακών) χωρίς μονιμότητα. Κανένας μέλος του διοικητικού, τεχνικού και άλλου αναγκαίου προσωπικού (π.χ. υπηρεσίες καθαριότητας, συντήρηση εγκαταστάσεων) χωρίς μονιμότητα. Κανένας Υ.Δ, μεταπτυχιακός και προπτυχιακός φοιτητής να μην εκτελεί εργασία στη θέση του μόνιμου προσωπικού.
  • Κανένας εργαζόμενος στην έρευνα να μην ετεροαπασχολείται εντός των ερευνητικών δομών. Καμία υποκατάσταση εργασιακής σχέσης με υποτροφία. Όχι στο πρόγραμμα “απόκτησης προϋπηρεσίας” με όρους μαθητείας, η προϋπηρεσία αποκτάται στα πλαίσια της εργασίας, όχι πριν από αυτή! Οι Υ.Δ, μεταπτυχιακοί και προπτυχιακοί σπουδαστές που εργάζονται σε προγράμματα να προσλαμβάνονται με συμβάσεις εργασίας, κι όχι έργου, βάση συλλογικής σύμβασης.
  • Αντικατάσταση όλων των ελαστικών μορφών εργασίας (ΔΠΥ, προγράμματα κοινωφελούς εργασίας κλπ) με συμβάσεις αορίστου χρόνου. Κατάργηση των συμβάσεων έργου και του ΔΠΥ. Μέχρι την κατάργηση των συμβάσεων έργου και ΔΠΥ, καταβολή του ΦΠΑ και κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών από τα ιδρύματα στους συναδέλφους που εργάζονται σε ερευνητικά με ΔΠΥ. Παλεύουμε για την υπογραφή Κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας
  • Μόνιμη και σταθερή δουλειά, υγεία και παιδεία για όλο το λαό. Αυξήσεις στους μισθούς για να καλύπτονται οι σύγχρονες ανάγκες. Δραστική μείωση των ορίων συνταξιοδότησης και των ωρών εργασίας, όπως επιτρέπει η αλματώδης άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας, για να εξαλειφθεί η ανεργία.

Στο σύγχρονο τοπίο κατακερματισμού, το ζωντάνεμα των συλλόγων και των σωματείων με τη διεξαγωγή Γενικών Συνελεύσεων και ο μόνιμος συντονισμός τους στη βάση των αποφάσεων τους και των κοινών εργασιακών συμφερόντων, είναι ο μόνος αποτελεσματικός δρόμος για να συζητηθούν τα προβλήματα και να αναζητηθούν λύσεις. Για εμάς, η κοινή δράση μας με τους προπτυχιακούς φοιτητές, τους διοικητικούς υπαλλήλους και το διδακτικό προσωπικό, σε συμπόρευση με το ευρύτερο εργατικό και λαϊκό κίνημα, είναι απαραίτητη για μια νικηφόρα προοπτική των αγώνων μας. Κόντρα στην απογοήτευση και τον ατομικό δρόμο, η συλλογική διεκδίκηση είναι ο μόνος δρόμος που μπορούμε να βαδίσουμε για να ζήσουμε αξιοπρεπώς στον τόπο μας και να συντρίψουμε αυτή την βάρβαρη πραγματικότητα.