Κορονοϊός και Μετάληψη: Η σημερινή κατάσταση – Ένα χρονικό εκκλησιαστικής αντίδρασης και επιστημονικής οπισθοχώρησης
Από την αρχή της πανδημίας ως τώρα, βλέπουμε μια αδιάλλακτη διάθεση της Εκκλησίας της Ελλάδας -και όχι μόνο- να συμμορφωθεί με τις υγειονομικές οδηγίες, (1, 2) ιερείς και ιεράρχες να προκρίνουν ως φάρμακα τον αγιασμό και τη μετάληψη κλπ συμπεριφορές. (3) Οι λιτανείες ενάντια στον ιό στην Ουκρανία (4) και το προσκύνημα πτωμάτων ιεραρχών που απεβίωσαν από κορωνοϊό στην Σερβία (5) είναι κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα όσον αφορά την επικίνδυνη στάση της Εκκλησίας. Η βασική θέση τους είναι ότι δια του μυστηρίου της θείας ευχαριστείας, ο άρτος και ο οίνος μετουσιώνονται σε σώμα και αίμα Χριστού, λαμβάνει χώρα δηλαδή ένα θαύμα στο οποίο καθαγιάζεται η μετάληψη -συνεπώς εφόσον είναι πλέον καθαγιασμένη, δε μπορεί να κάνει κακό, αλλιώς τι είδους αγιασμένη θα ήταν; (6) Σε αυτές τις συμπεριφορές, υπήρξαν -επιφυλακτικές και με καθυστέρηση- απαντήσεις από την κυβερνητική επιστημονική επιτροπή, εστιασμένες στη διασπορά του ιού μέσω της μετάληψης (7). Αν και δεν ήταν όσο αποφασιστικές και κατηγορηματικές θα έπρεπε, εντούτοις άνοιξαν διάφορες συζητήσεις. Ξεκίνησε μια αντιπαράθεση ερευνών για το αν ο ιός μεταδίδεται με την κατάποση, αν υπάρχουν κλινικές μελέτες κλπ. Η αρχική αντίδραση δηλαδή από αρχιερείς αλλά και χριστιανούς επιστήμονες, ήταν να πλήξουν την επιστημονική ορθότητα των οδηγιών, δηλαδή να συζητήσουν εντός του πεδίου της επιστήμης. Όταν αυτές οι αντιρρήσεις ήρθαν σε αντίθεση ακόμα και με την κοινή λογική (8, 9) υπήρξε υπαναχώρηση στα πραγματικά επιχειρήματα της ελληνορθόδοξης κοσμοθέασης, όπως φαίνεται παραδειγματικά από τις δηλώσεις της δρος Γιαμαρέλλου για το μυστήριο της μετάληψης (10, 11). Ακολούθησε και νέος κύκλος από νέες τοποθετήσεις Λινού – Γιαμαρέλλου (12, 13) ότι o SARS-CoV-2 δεν μεταδίδεται με τη θεία κοινωνία. Χρειάστηκε να φτάσουμε στα μέσα Δεκέμβρη, λίγο πριν το τέλος της χρονιάς, για να δημοσιευθεί για πρώτη φορά μία τοποθέτηση ειδικού (καθ. Τούντας/ΕΚΠΑ) (14) που αναφέρει ρητά και κατηγορηματικά ότι ο ιός μπορεί να μεταδοθεί με τη θεία κοινωνία και φυσικά ότι μπορεί να μεταδοθεί αερογενώς μεταξύ ιερέα και πιστού. Η επίλυση αυτών των ζητημάτων δεν είναι επιστημονική υπόθεση, το θέμα είναι βαθύτερο. Έχει να κάνει με τη φιλοσοφική θεμελίωση της επιστήμης, με την κοσμοαντίληψη της σε σχέση με αυτήν της ελληνορθοδοξίας.
Πεδίο της αντιπαράθεσης: Επιστήμη ή Επιστημολογία;
Σε πρώτο επίπεδο, μια πιστοποίηση ασφάλειας της μετάληψης και ταυτόχρονα του μυστηρίου που την καθαγιάζει οπότε και την “εξαγνίζει”, θα ήταν πράγματι να γίνουν επιστημονικές μετρήσεις και καλλιέργειες ώστε να εξακριβωθεί πειραματικά το φορτίο ιών και μικροοργανισμών πριν την κατάλυση του περισσεύματος από τον ιερέα. Οπότε, αν γίνεται όντως θαύμα, δε θα βρούμε τίποτα βλαβερό. Αλλά αυτή η εξακρίβωση (θα δινόταν άραγε άδεια για κάτι τέτοιο;), στην πραγματικότητα δεν έχει καμία αξία για την αντιπαράθεση. Διότι το θαύμα στο ελληνορθόδοξο συγκείμενο δε σχετίζεται καθόλου με το βιολογικό αίτιο της ασθένειας, αλλά με τον πιστό. Στην πραγματικότητα για τους πιστούς ελληνορθόδοξους ακόμα και αν βρούμε ιικό DNA στη θεία κοινωνία ή στο σάλιο κάποιου που μόλις μετέλαβε, αυτό δε σχετίζεται άμεσα με την ασθένεια. Το αν αυτός ο συγκεκριμένος θα αρρωστήσει από τον ιό που έλαβε από τη μετάληψη είναι ζήτημα πίστης του ιδίου σύμφωνα με το προνεωτερικό παράδειγμα σκέψης που ακολουθείται προκειμένου να θεμελιωθεί το μυστήριο ως τέτοιο (15, 16, 17). Αν κοινώνησε αλλά είναι ολιγόπιστος, τότε θα αρρωστήσει. Αν η πίστη του είναι αληθινή, δε θα αρρωστήσει. Αν η πίστη του είναι αληθινή αλλά ο Θεός τη δοκιμάζει, είτε αρρωστήσει είτε όχι κερδίζει πόντους για τον παράδεισο. Όπως βλέπουμε, το θέμα είναι επιστημολογικό, όχι επιστημονικό, διότι η επιστημονική διάψευση δεν έχει αξία ούτε αποτελεί επιχείρημα για κάποιον που θεωρεί ότι η πιθανότητα να κολλήσει δε σχετίζεται πρωτίστως με το μικροβιακό φορτίο στο δισκοπότηρο, το κουταλάκι και τη μεταλαβιά, αλλά με την προσωπική πίστη του καθενός στο Θεό όταν συμμετέχει στο ιερό μυστήριο.
Τα θαύματα, εμείς, κι ο κόσμος – Κατάρρευση κάθε δυνατότητας έγκυρης γνώσης – Σύγκρουση με την αιτιότητα και τον εμπειρικό κόσμο
Αν πιστεύεις σε έναν Θεό που κάνει θαύματα, δηλαδή αλλάζει τη φυσική τάξη (άρα και την κανονικότητα της κοινής εμπειρίας του κόσμου), κι επιπλέον πιστεύεις ότι επειδή εσύ ανήκεις στο ποίμνιο του μπορείς να αποκτήσεις μια προνομιακή θέση μαζί του (πχ να προσεύχεσαι και να σε ακούει, να σου κανει χατίρια επειδή έκανες τάμα κλπ), τότε συνάγεται εύκολα ότι το πρόβλημα δεν είναι ο μικροοργανισμός, βασικά το πρόβλημα δεν είναι ουσιαστικά ποτέ πρόβλημα του κόσμου. Το πρόβλημα ανάγεται πάντα σε εσένα και την πίστη σου. Βέβαια, αυτό οδηγεί σε διάφορα αδιέξοδα. Διότι, αν είναι έτσι, τότε δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο, ακυρώνεται η σημασία της εμπειρικής απόδειξης και καταργείται η κανονικότητα. Μπορεί αύριο -αν θέλει ο Θεός- ο ήλιος να ανατείλει από τη δύση, οπότε δεν είμαστε πραγματικά σίγουροι για το ότι ο ήλιος ανατέλλει από την ανατολή. Παρόμοια, μπορεί να μου πέσει από τα χέρια ένα ποτήρι και αντί να πέσει προς το έδαφος, να ίπταται στον αέρα με θεϊκή παρέμβαση, οπότε δεν είμαστε πραγματικά σίγουροι για τη βαρύτητα. Και αν τα παραπάνω ακούγονται φαιδρά, ας πάμε σε ένα πιο περίπλοκο παράδειγμα: Έστω ότι πραγματοποιείται ένα τεστ Covid, και βγαίνει θετικό, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι κατά πάσα πιθανότητα άρρωστος ή ενδεχομένως προέκυψε αυτό το αποτέλεσμα για να δοκιμάσει ο Θεός την πίστη του; Ή έχει ήδη γίνει κάποιο θαύμα και αυτό δεν είναι παρά η αναγνώριση του; Μπορεί αυτά να φαίνονται απίθανα, αλλά κάθε πιστός θα συμφωνούσε ότι δεν μπορούμε να υποδείξουμε εμείς στο Θεό αν και πότε θα κάνει θαύμα, συνεπώς δεν μπορούν παρά να μένουν ανοιχτά ως ενδεχόμενα. Άρα ένα θετικό τεστ και ένα αρνητικό τεστ είναι το ίδιο, μπροστά στην πρωτοκαθεδρία της πίστης. Το σύνολο όλων αυτών των πιθανών παραδειγμάτων κάνει τη ζωή ακατανόητη και αποκλείει τη δυνατότητα αιτιακής ερμηνείας και έγκυρης γνώσης του κόσμου σε οποιοδήποτε επίπεδο, ακόμα και το πιο βασικό. Με αυτήν την κοσμοθέαση, ο κόσμος είναι γεμάτος θαύματα -από ένα λουλούδι που ανθίζει ως μια πόρτα που ανοίγει όταν γυρίσαμε το πόμολο. Το μόνο σίγουρο είναι η παντοδυναμία του Θεού, γι αυτό και δεν έχει νόημα να ασχολείται κανείς με οτιδήποτε άλλο πέρα από τη λατρεία του.
Θαύματα και Μυστήρια
Όπως αναλύσαμε παραπάνω, η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση προκρίνει έναν Θεό που παρεμβαίνει στον κόσμο κάνοντας θαύματα. Η θεία κοινωνία, το άγιο φως, ο αγιασμός είναι μερικά μόνο θαύματα που γίνονται σε τακτική βάση στην εκκλησιαστική ζωή. Είναι εύκολα αντιληπτό ότι εφόσον η ίδια η Εκκλησία έχει επενδύσει με αυτά τα χαρακτηριστικά ιερού μυστηρίου, θαύματος και εξαγνισμού/αγιασμού τα παραπάνω, δε μπορεί να βγει και να υποστηρίξει ανοιχτά και ευθέως ότι “ναι υπάρχει πιθανότητα να κολλήσετε από την μετάληψη” χωρίς να χάσει το κύρος της, διότι ουσιαστικά θα είναι σαν να παραδέχεται ότι δε λαμβάνει χώρα κανένα θαύμα και άρα υπάρχει μαζική εξαπάτηση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Norman και Reiss: “Η ιερή πρακτική παρουσιάζει άμεση σύγκρουση με τη λήψη βιολογικά κατάλληλων μέτρων για τον περιορισμό της εξάπλωσης του covid ‐ 19. Αν και αυτό μπορεί να είναι απαραίτητο τη συγκεκριμένη στιγμή, εάν μακροπρόθεσμα η χριστιανική πρακτική διαχωριζόταν από τις μυστηριώδεις ρίζες της, θα άλλαζε ριζικά τον Χριστιανισμό όπως έχει γίνει κατανοητός εδώ και δύο χιλιετίες.” (18)
Μια μέθοδος αποδόμησης του θαύματος που εφαρμόζουμε κάθε μέρα
Για να συνεχίσουμε λοιπόν την ανάλυση, πρέπει να αποδομήσουμε το θαύμα (τουλάχιστον με τον παραπάνω ορισμό του) ως γεγονός. Ο τρόπος που επιλέγουμε δεν είναι νέος, τον ανέπτυξε ο David Hume (Ντέιβιντ Χιούμ) το 1748. Ο λόγος που επιλέγουμε αυτό το επιχείρημα, είναι ότι πρακτικά (συνειδητά ή ασυνείδητα), αποτελεί ένα κριτήριο που όλοι μας πλέον χρησιμοποιούμε καθημερινά όταν αξιολογούμε πληροφορίες που λαμβάνουμε.
«Πρέπει […] να υπάρχει μια ομοιόμορφη εμπειρία εναντίον κάθε [φερόμενου ως] θαυματουργού γεγονότος, διαφορετικά το γεγονός δεν αξίζει την ονομασία αυτή. Και καθώς η ομοιομορφία της εμπειρίας συνιστά απόδειξη, υπάρχει εδώ μια άμεση και πλήρης απόδειξη, από τη φύση του γεγονότος, εναντίον της ύπαρξης οποιουδήποτε θαύματος. Μια τέτοια απόδειξη μπορεί να καταρριφθεί ή το θαύμα να καταστεί αξιόπιστο, παρά μόνο με μια αντίθετη απόδειξη, η οποία θα είναι ανώτερη. Η απλή συνέπεια είναι (και αυτό είναι ένα γενικό απόφθεγμα που αξίζει την προσοχή μας) “ότι καμία μαρτυρία δεν αρκεί για να αποδείξει ένα θαύμα, εκτός και αν η μαρτυρία είναι τέτοιου είδους, ώστε η αναλήθειά της θα ήταν πιο θαυμαστή από το γεγονός που επιχειρεί να αποδείξει: Και ακόμη και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει μια αμοιβαία αντιπαράθεση των επιχειρημάτων, και το ισχυρότερο [επιχείρημα] μας δίνει μόνο μια διαβεβαίωση κατάλληλη για εκείνο το βαθμό ισχύος, που παραμένει, αφού αφαιρεθεί [από το παραπάνω η ισχύς] το[υ] ανίσχυρο[υ] [επιχειρηματος]”.»
~ David Hume, An enquiry concerning human understanding, Section 10 “Of Miracles”, p. 83, ed. Oxford University Press, 2008. Μια έρευνα σχετικά με την ανθρώπινη κατανόηση, Κεφ. 10 “Περί Θαυμάτων” (η μετάφραση δική μας).
Τι θέλει να πει ο Χιούμ σε αυτήν την πυκνή παράγραφο; Η ομοιόμορφη εμπειρία συμφωνεί ότι πχ ένας νεκρός άνθρωπος δεν ανασταίνεται. Όλοι μας γνωρίζουμε, είτε προσωπικά (κάποιος ηλικιωμένος συγγενής), είτε ιστορικά (ο Μαραντόνα που είναι και στην επικαιρότητα), ανθρώπους που έχουν φύγει από τη ζωή, και κανείς τους δεν αναστήθηκε. Άρα το να αναστηθεί κάποιος, συνιστά θαύμα διότι αντιβαίνει στην ομοιόμορφη εμπειρία όλων μας ότι ο θάνατος είναι τελεσίδικος. Εάν εμφανιστεί κάποιος και μας πει: “είδα το Ναπολέοντα Βοναπάρτη ζωντανό! Αναστήθηκε!”, υπάρχουν ουσιαστικά 3 ενδεχόμενα: 1) όντως ο Ναπολέων Βοναπάρτης αναστήθηκε, όντως ο άνθρωπος αυτός τον είδε, και μας μεταφέρεται μια αλήθεια, 2) ο άνθρωπος που μας μεταφέρει αυτήν την πληροφορία θέλει να μας κοροϊδέψει, και μας λέει εκουσίως ψέματα, 3) ο άνθρωπος που μας μεταφέρει την πληροφορία υπήρξε ο ίδιος θύμα εξαπάτησης (είτε από κάποιον επιτήδειο, είτε από τις ίδιες τις αισθήσεις του, από τον ίδιο του τον εαυτό), οπότε αν και ο ίδιος μας λέει αλήθεια χωρίς να θέλει να μας παραπλανήσει, εντούτοις η πληροφορία η ίδια είναι ψευδής. Συνεπώς χρειαζόμαστε έναν τρόπο να διακριβώσουμε ποιό ενδεχόμενο ισχύει, η μαρτυρία από μόνη της δεν είναι αρκετά αξιόπιστη. Η μέθοδος που προτείνει ο Χιούμ για να το κάνουμε αυτό λέει: “Μπορούμε να δεχτούμε την πληροφορία του θαύματος ως αληθή, μόνο αν η αναλήθειά της θα αποτελούσε ένα ακόμη πιο απίστευτο γεγονός, δηλαδή ένα ακόμα μεγαλύτερο θαύμα”. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, αν η πληροφορία είναι αναληθής, τότε ο Ναπολέον είναι νεκρός και δεν αναστήθηκε -πράγμα που θα συμφωνούσε με την ομοιόμορφη εμπειρία. Οπότε οι περισσότεροι άνθρωποι δε θα πίστευαν την εκδοχή 1), προκρίνοντας τις 2), 3). Αν από την άλλη πλευρά, διαβάζατε στις κοινωνικές στήλες της εφημερίδας ότι ένας φίλος σας πέθανε, και μετα λίγη ώρα τον συναντούσατε στο δρόμο ζωντανό και πηγαίνατε για καφέ μαζί, τότε: α) η πληροφορία της εφημερίδας ήταν αληθής και είστε μάρτυρας μιας ανάστασης, β) ο “φίλος” σας είναι ένας εξωγήινος κλώνος, γ) έχετε παραισθήσεις ή βλέπετε όνειρο, δ) η πληροφορία ήταν αναληθής για το συγκεκριμένο άτομο (τυπογραφικό λάθος, συνονόματος κλπ) το οποίο ποτέ δεν πέθανε. Εσείς τι από όλα αυτά θα προκρίνατε ως πιθανότερη λύση;
Ασθένειες και ίαση: Επιδόσεις επιστήμης και θρησκείας στην ιστορία – Ποιος σώζει ζωές, η επιστήμη ή ο Χριστιανισμός;
Παρά τα παραπάνω, ζούμε σε μια κοινωνία όπου όταν βγαίνουν διάφοροι κύριοι ντυμένοι στα μαύρα και λένε “μοιραζόμαστε το κρασί και το ψωμί που έχουμε ρίξει μέσα, με άρρωστους που οι ασθένειες τους αποδεδειγμένα μεταδίδονται με το σάλιο και με την κοινή χρήση κουζινικών, αλλά ποτέ κανείς δεν αρρώστησε από αυτή τη διαδικασία όταν την κάνουμε εμείς” μια σημαντική μερίδα του κόσμου αποδέχεται την πληροφορία ως αληθή. Τι είναι πιο πιθανό, όντως να μην κόλλησε ποτέ κανείς μια μεταδιδόμενη νόσο που οι πιθανότητες σε κάθε επανάληψη της ίδιας διαδικασίας από άλλους ανθρώπους -πέραν των μαυροντυμένων κύριων- γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι έχει μεγάλες πιθανότητες μετάδοσης, ή οι μαυροντυμένοι κύριοι (ακούσια ή εκούσια) να μεταφέρουν μια ψευδή πληροφορία; Αν και για εμάς η απάντηση είναι και πάλι προφανώς ότι συμβαίνει το δεύτερο, ας εξετάσουμε λίγο το πρώτο ενδεχόμενο. Ο Χριστιανισμός υπάρχει περίπου 2000 χρόνια τώρα, ενώ η μοντέρνα επιστήμη περίπου 350, από το Διαφωτισμό και μετά. Μέσα σε αυτά τα 1650 χρόνια διαφοράς υπήρξαν πάρα πολλές πανδημίες με εκατόμβες θυμάτων, φριχτές ασθένειες που εξαιτίας τους υπέφερε πάρα πολύς κόσμος. Ακόμη, την ίδια περίοδο, οι κοινωνίες ήταν πολύ περισσότερο θρήσκες, οι Εκκλησίες είχαν τεράστιο κύρος και αυθεντία, ενώ για έναν άνθρωπο του Μεσαίωνα το βασικό ιδανικό ήταν να κερδίσει την αιώνια ζωή. Τουτέστιν, η κοσμοαντίληψη ενός προνεωτερικού ανθρώπου τον καθιστούσε πολύ πιο θεοσεβούμενο, ευσεβή, ευλαβή και γενικά καλό Χριστιανό, σε σχέση με τον οποιονδήποτε σύγχρονο πιστό. Παρολαυτά, οι ίδιες αυτές πρακτικές ίασης που προκρίνονται και τώρα από διάφορους κληρικούς (μετάληψη, αγιασμός, εξορκισμοί, λιτανείες, ευχέλαια), δοκιμάστηκαν και δεν αποδείχθηκαν αποτελεσματικές ούτε και τότε. Αντίθετα, η μοντέρνα επιστήμη αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματικότερη, θεραπεύοντας και ανακουφίζοντας ασθενείς, εξαλείφοντας τρομερές αρρώστιες, αυξάνοντας τόσο το προσδόκιμο ζωής όσο και την ποιότητα ζωής από την άποψη της υγείας. Οπότε, αν η παντοδύναμη μετάληψη και ο αγιασμός δοκιμάστηκαν και απέτυχαν να σώσουν την Κωνσταντινούπολη και τη βυζαντινή αυτοκρατορία από πανδημίες πανούκλας με εκατομμύρια νεκρούς (19, 20), από τη λέπρα, την πολιομυελίτιδα, την ευλογιά, γιατί να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας εκεί για άλλη μια φορά;
Επιστήμονες και Θρησκεία
Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει μια προφανής ένσταση: “Με αυτά που λέει το κείμενο, ένας επιστήμονας πρέπει να είναι άθεος για να είναι καλός στη δουλειά του. Όμως πάρα πολλοί επιτυχημένοι και γνωστοί επιστήμονες με αναγνωρισμένη προσφορά στα πεδία τους και κύρος στην επιστημονική κοινότητα, είναι ταυτόχρονα θρησκευόμενοι… δεν έρχεται αυτό σε αντίφαση με τα παραπάνω;”. Η απάντηση είναι ένα “όχι” με δύο όψεις.
Το Απόλυτο ως θεμέλιο αλήθειας στον κόσμο
Η πρώτη όψη αυτού του “όχι” σχετίζεται με την πρόσληψη του κόσμου και του Θεού από το Διαφωτισμό και μετά. Ο Θεός ως Απόλυτο, ήδη από τον 17ο αιώνα με τον Καρτέσιο και σε όλες τις φιλοσοφίες του Απόλυτου έκτοτε, αποτελεί την εγγύηση και το θεμέλιο της επιστημολογίας για ένα σημαντικό ρεύμα επιστημόνων και φιλοσόφων, δηλαδή της δυνατότητας να παράγουμε έγκυρη γνώση για τον κόσμο. Βέβαια, αυτό το Απόλυτο απέχει πολύ από έναν Θεό ως γενειοφόρο κύριο που παρεμβαίνει συνέχεια στον κόσμο με θαύματα, ευχαριστιέται με τάματα και λαμπάδες κλπ. Αν και η μοντέρνα φιλοσοφία πήγε ενάντια στο σχολαστικισμό που βασίστηκε στον Αριστοτέλη, ο ρόλος του Θεού σε αυτήν μοιάζει περισσότερο με το αριστοτελικό “πρώτο κινούν ακίνητον” ως μια οντότητα απόμακρη. Οπότε για έναν θρησκευόμενο επιστήμονα με αυτή την κοσμοθέαση, δεν υπάρχει άμεση σύγκρουση θρησκείας και επιστήμης: μελετά τον κόσμο ψάχνοντας να βρει πώς λειτουργεί, γνωρίζοντας ότι το απόλυτο ως τέτοιο πάντα θα είναι ακατανόητο στην απολυτότητά του, στην απειρότητά του, αλλά η ύπαρξή του νοηματοδοτεί την επιστήμη, εφόσον εγγυάται ότι υπάρχει ένα θεμέλιο αλήθειας.
Αν και καταλήγουμε σε μια φαινομενικά ομαλή σχέση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας με αυτή τη θεώρηση, τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά και τα παραθέτουμε εν είδει προβληματισμού: Γιατί να χρειαζόμαστε ένα θεμέλιο αλήθειας που να είναι έξω από τον Κόσμο προκειμένου να κάνουμε επιστήμη, να έχουμε έγκυρη γνώση για τον Κόσμο; Μια τέτοια θεμελίωση δεν καταλήγει να συνεπάγεται ότι υπάρχει ένα -ανεξάρτητο από εμάς- εγγενές νόημα στον Κόσμο, κάτι που σημαίνει ότι υπάρχει τελεολογία (όλα γίνονται με στόχο την εκπλήρωση κάποιου σκοπού του Κόσμου) ή/και αιτιοκρατία (ό,τι συμβαίνει είναι προδιαγεγραμμένο); Αυτές οι δύο θεωρήσεις κατά πόσο παρεμβαίνουν στην οπτική μας για τη Φύση και διαμορφώνουν τον δικό μας ρόλο μέσα σε αυτή; Επίσης η ύπαρξη ενός τέτοιου απόμακρου Θεού μπορεί μεν να συμβαδίζει με τον ορθολογισμό, αλλά ψυχολογικά αφήνει πολλά κενά που αποτελούν κεντρικούς πυρήνες της θρησκείας. Ένας Θεός που δεν ασχολείται μαζί μας, που δεν παρεμβαίνει στον κόσμο μας, που δε μας δίνει οδηγίες για το πώς να ζήσουμε, που κωφεύει στα προβλήματά μας, για τον οποίο δεν είμαστε ένα ιδιαίτερο, ξεχωριστό δημιούργημα σε σχέση με την υπόλοιπο κόσμο, τι παρηγοριά μπορεί να προσφέρει στο υπαρξιακό μας άγχος;
Ένας διχασμένος κόσμος – Συνύπαρξη νεωτερικού και προ-νεωτερικού
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη αυτού του “όχι”, που στην Ελλάδα τη βιώνουμε εντονότερα. Τα αδιέξοδα που περιγράψαμε προηγουμένως ως συνέχεια της γραμμής σκέψης μιας κοσμοθεώρησης ενός “παρεμβατικού” Θεού, όπως στην ορθοδοξία, καταλήγουν όπως είπαμε στην αδυναμία δράσης. Όμως ο κόσμος της καθημερινότητας και η ζωή η ίδια αναιρεί αυτήν την αδυναμία δράσης και την έλλειψη βεβαιότητας. Αυτό οδηγεί μάλλον σε μια αντιφατική κατάσταση που διέπει τη ζωή όλων σχεδόν των πιστών σήμερα: βιώνουν την εμπειρία ενός νεωτερικού κόσμου, την επιβεβαιώνουν επανειλημμένα σε πλείστες περιστάσεις, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει μια περιοχή του βίου τους -η οποία όμως θεωρητικά ηγεμονεύει και εποπτεύει όλων των υπόλοιπων εκφάνσεων της ζωής- που παραμένει στον προαναφερθέντα προνεωτερικό κόσμο. Σε αυτήν την κατηγορία είναι και πολλοί επιστήμονες, αρκετοί μάλιστα έχουν λάβει δημοσιότητα στην πανδημία (Λινού, Γιαμαρέλλου, Τσιόδρας κ.α.). Είτε επειδή γι’ αυτούς/ες, αυτές οι δύο επιστημολογικές κοσμοθεάσεις είναι παράλληλες και πρακτικά μη διασταυρούμενες στην “κανονικότητα”, είτε για ψυχολογικούς λόγους (πχ να αποφύγουν μια εσωτερική σύγκρουση), είναι διχασμένοι ανάμεσα στις δύο αυτές θεωρήσεις που τις χρησιμοποιούν ασυνείδητα ανά περίπτωση εργαλειακά όπου βολεύει. Στην παρούσα συγκυρία, όπου οι απολήξεις αυτών των γραμμών σκέψης έρχονται εκ των πραγμάτων σε αντιπαράθεση (και μάλιστα σε δημόσια αντιπαράθεση), αυτό τους φέρνει σε μια δύσκολη θέση με αποτέλεσμα τις παλινωδίες που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Δύο παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την επικράτηση του νεωτερικού
Ενδόμυχα βέβαια, αρκετοί άνθρωποι που ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία έχουν συνείδηση ότι κι αυτή η περιφραγμένη περιοχή έχει στην πραγματικότητα αλωθεί από το νεωτερικό, κι αυτό το βλέπουμε έκδηλο σε πάρα πολλές περιστάσεις. Σχετικό παράδειγμα η μεγαλύτερη μερίδα πιστών που παρότι τυπικά πιστεύουν ότι “κοινωνώντας σώμα και αίμα Κυρίου” μεσολαβεί ο Θεός και ο μόνος κίνδυνος για το σώμα και την ψυχή τους θα έπρεπε να προέρχεται από την έλλειψη πίστης στο Θεό, τηρούν τα μέτρα και δε μεταλαμβάνουν επειδή ανησυχούν για την υγεία τη δική τους και των οικείων τους. Ακόμα πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, διάφοροι αρχιερείς, μοναχοί και λοιποί υπερχριστιανοί φονταμενταλιστές που δεν υποστήριξαν μόνο την υπεροχή της μετάληψης και του αγιασμού ως ιαματικά μέσα έναντι της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αλλά ορισμένοι δήλωσαν αρνητές του ιού, της μάσκας κλπ εμπιστευόμενοι τον Θεό, οι οποίοι τελικά αρρώστησαν. Παρά το ζήλο τους να αποδείξουν την πίστη τους, διακομίστηκαν σε νοσοκομεία και εντατικές λαμβάνωντας φαρμακευτική αγωγή προκειμένου να σώσουν τη ζωή τους. Σύμφωνα με τους ίδιους ανθρώπους, αν “αφήνονταν στα χέρια του Θεού” είτε θα θεραπευόνταν επειδή “η πίστη τους θα τους έσωζε”, είτε θα έχαναν τη “φθαρτή ζωή” κερδίζοντας την “αιώνια” -τέτοιου είδους προτροπές δίνουν όταν αρρωσταίνουν άλλοι. Προφανώς για να απορρίψουν αυτό το win-win σενάριο για τους εαυτούς τους, υπάρχει κάποιο ψεγάδι εδώ. Βέβαια -να το πούμε κι αυτό- ακόμα και όταν οι παραπάνω σώζονται από τους επιστήμονες υγειονομικούς στο νοσοκομείο και όχι από τους αλλεπάλληλους αγιασμούς, ευχέλαια κλπ, και πάλι αυτό αποδίδεται σε κάποιο θαύμα, ή “έβαλε ο Θεός το χεράκι του”…
Επίλογος
Κλείνοντας αυτό το πρώτο κείμενο που ασχολείται με το ζήτημα (και με τη δέσμευση να επανέλθουμε), κρίνουμε απαραίτητο να αναφέρουμε τι μας ώθησε να το γράψουμε. Από τη μία πλευρά, ένα διαρκές παράπονο που δεχόμαστε όλοι/ες ως ερευνητές/ερευνήτριες (κι ακόμα περισσότερο όσοι/ες ασχολούμαστε με επιστήμες της ζωής και επιστήμες υγείας) ότι η επιστημονική κοινότητα δε βγαίνει μπροστά σε αυτήν την αντιπαράθεση, καθώς οι περισσότεροι/ες επιστήμονες/επιστημόνισσες που η φωνή τους βρίσκει διέξοδο στα δημοφιλή ΜΜΕ παρουσιάζονται συγκαταβατικοί/ές με τις αξιώσεις της Εκκλησίας ή μερίδας ιεραρχών. Από την άλλη πλευρά, διότι παρατηρούμε ότι η κριτική που έχει ασκηθεί ήδη γίνεται με βάση τους άξονες που περιγράψαμε στην αρχή του κειμένου, και γι αυτό το λόγο, όσο εμβριθής κι εμπεριστατωμένη κι αν είναι, δεν πετυχαίνει τον επιθυμητό στόχο προς το κοινό που δε συμφωνεί ήδη. Αντιλαμβανόμαστε ότι ειδικά σε αυτήν την πρωτόγνωρη συγκυρία που είναι ιδιαιτέρα ψυχοφθόρα, μεγάλη μερίδα κόσμου βλέπει τη σύγκρουση αυτή ως μια διαμάχη μεταξύ δύο αντιτιθέμενων αυθεντιών, του επιστήμονα από τη μια, και του ιεράρχη από την άλλη, στην οποία “κερδίζει” ανά περίπτωση αυτός με το μεγαλύτερο κύρος -αντί να δίνεται περισσότερη προσοχή στα επιχειρήματα, τα πειστήρια και τη μεθοδολογία της κάθε πλευράς. Σε αυτό το κείμενο λοιπόν, εμείς προσπαθήσαμε να ξεφύγουμε από αυτά τα πλαίσια, και να διαυγάσουμε τους όρους της αντιπαράθεσης, στοχεύοντας κυρίως όσους την παρακολουθούν προβληματισμένοι.
Παραπομπές
2) Κορωνοϊός: Αντιδράσεις στους κόλπους της Εκκλησίας για τα αυστηρά μέτρα στις λειτουργίες
3) Οδηγίες Αμβρόσιου για τον κορονοϊό: Να ψεκάζεστε με Αγιασμό στα χέρια και στο στόμα
4) Ουκρανία: Τεράστια λιτανεία «ενάντια στον κορωνοϊό» (vid)
5) Λαϊκό προσκύνημα εν μέσω πανδημίας για τον εκλιπόντα από κορονοϊό Πατριάρχη
6) Βαρθολομαίος: Πιστεύουμε ακράδαντα ότι με την Θεία Κοινωνία δεν κολλάει ο κορωνοϊός | ΕΛΛΑΔΑ
8) Ηλίας Μόσιαλος για κοροναϊό: Δεν υπάρχουν μελέτες για μετάδοση λοιμώξεων με τη Θεία Κοινωνία
9) Όχι, δεν χρειάζεται καμία παραπάνω έρευνα για το αν ο νέος κορωνοϊός μεταδίδεται μέσω
10) Γιαμαρέλλου (λοιμωξιολόγος): «Θα κοινωνήσω με πίστη ότι δεν θα κολλήσω κορωνοϊό» | ΕΛΛΑΔΑ
11) Επιμένει η Γιαμαρέλλου: «Η Θεία Κοινωνία… προφυλάσσει από τον κοροναϊό» – ΤΑ ΝΕΑ
12) Κορονοϊός – Λινού για Θεία Κοινωνία: Δεν υπάρχει μελέτη για μετάδοση με σάλιο
13) Γιαμαρέλλου για Θεία Κοινωνία: Ασφαλώς και κοινωνώ κανονικά, ούτε συζήτηση | ΕΛΛΑΔΑ
15) Ο Αγιος Μητροπολίτης Πειραιώς και ανωτάτης… μπακαλικής
16) Κοζάνη – Μητροπολίτης Παύλος: Λιγότερα θύματα κορονοϊού γιατί έχουμε πιο πολλούς πιστούς
17) Επιμένει ο Μητροπολίτης Κέρκυρας: Πρόσχημα ο κορονοϊός για να μην κοινωνούμε
18) RISK AND SACRAMENT: BEING HUMAN IN A COVID‐19 WORLD
19) Ιστορική και επιδημιολογική προσέγγιση της πανώλους κατά τους βυζαντινούς χρόνους (330-1453 μ.Χ.)